Το ήξερα .
Άρχισα να λέω χτες, πως σε γνώρισα.
Μούλιαζε η ώρα μέσα σε στενά ρακοπότηρα κι όσο βάθαινε η αρμύρα, τα άστρα δεν μας ήτανε απαραίτητα πια.
Έφεγγαν εφτά ουρανοί για πάρτη μας κι άλλοι τέσσερεις περιμένανε να πάρουνε σειρά.
Μα τι ιστορία κι αυτή! Σαν παραμύθι.
Ξέρεις πόσο μ' αρέσει άλλωστε να την αφηγούμαι με ξυλάκια κανέλλας στολισμένη, μπαχάρι, μοσχοκάρυδο και λιλιπούτειες υδρόγειες σφαίρες πιπεριού.
Αυτές που κρατάς ανάμεσα στα δόντια σου σαν σε φιλώ. Κι αχνίζουν όλα τα πε θαμένα ηφαίστεια της γης.
Σιροπιασμένη λάβα.
Λέω για τότε που μπήκες στο οπτικό μου πεδίο τρέχοντας.
Σαν κάπου να 'θελες να πας κι είχες αργήσει.
Μισή ματιά, ξεκούρδιστο χαμόγελο, ανάσα. Πέρασες μέσα.
Η αιθάλη γεννούσε πρόωρες παραισθήσεις. Ξεκλείδωτες σκέψεις.
Κι η νύχτα έσκαβε απαλά με τα καλοβαμμένα νύχια της το μέλλον βγάζοντας στον αφρό σκουριές κι επιθυμίες.
"Χαίρω πολύ!" "Κι εγώ παρομοίως!" χέρια κουπιά κι η θάλασσα απούσα.
Ξύλινες συνερεύσεις του τυχαίου. Ακούς τους αγέρηδες που ροβολάνε την πλαγιά;
Εμάς ψάχνουν! Δεν μίλησα.
Διπλώναν τα γόνατά τους οι γραμμές του χεριού σου και προκαλούσαν το μοιραίο φονικό. Ξεμάκρυνες! Όχι πολύ, ίσα για να γίνει η απόσταση βολής ιδανική κι ωραία.
Σπάνια φορώ πουκάμισο λευκό.
Αποσταμένος απ' τις μάχες είπα να μη δίνω περισσότερη αίγλη στο αίμα της λαβωματιάς καθώς θα ανθίζει σε άσπρο φόντο.
Μα εσύ, ούτε το λευκό μου πουκάμισο δε νοιάστηκες.
Κεντούσες μπαλκονάκια χρυσά ζωσμένα με κισσούς κι ολοκόκκινα βάτα στους χτύπους της καρδιάς μου επάνω.
Ρυθμικά ήταν τα χτυπήματα. Κι ο εχθρός παραδομένος από ώρα.
Διάλειμμα. Επιτέλους υπάρχει Θεός.
Μια ανάπαυλα, μια ιερή σιγή, ένα ποτήρι με κρύο νερό.
Το βαλσαμόχορτο με αγνοούσε επιδεικτικά.
"Σου πάει τόσο άλλωστε να είσαι πληγιασμένος!" μου έλεγε κοροϊδευτικά βγάζοντάς μου τη γλώσσα! Μισή ματιά, σπασμένο χαμόγελο, ανάσα.
Κόμπος ναυτικός δεμένος κι αόρατος.
Ευτυχώς που το τρίτο μου μάτι διαθέτει άριστη όραση.
Σε μια άλλη χώρα έπαιρνε να ξημερώνει.
Σε μια άλλη χώρα τρεις ήλιοι συνωμοτούσαν εναντίον των χαλαρών προσδοκιών.
Σε μια άλλη χώρα το μπουκάλι με το μήνυμα "κλέψε με" είχε ήδη φτάσει στον παραλήπτη του, μετά από άπειρα θαλασσοδαρμένα μερόνυχτα.
Πριν η ώρα φτάσει στη μέση σηκώθηκα να φύγω.
Η συμφωνία είχε σφραγιστεί με σώμα κι αίμα.
Τους αόρατους κόμπους τους λύνει αποτελεσματικά ένα νοητικό σπαθί.
Καλοακονισμένο.
Ευτυχώς υπάρχουν πάντα πρόθυμες πεταλούδες να κοινωνήσουν την πρόθεση.
Τα υπόλοιπα ήταν προδιαγεγραμμένα.
Οι δρόμοι, τα παγκάκια, το μπλε της θάλασσας, το δαντελένιο κουρτινάκι στο παράθυρο, οι κούπες με το τσάι του βουνού, το ανατρίχιασμα της καληνύχτας, οι κύκλοι που ενώνονται και φτιάχνουν νάματα για αλύτρωτα φιλιά, το χάδι στα μαλλιά σου, ο αχινός που ξεκαρδίστηκε απ' το ύφος σου, το φεγγάρι που συμφώνησε σε όλα εκτός απ' την παραδοχή.
"Να κατακτάς - μου είπε εκείνο το βράδυ - είναι τέχνη!
Και γενναιότητα μαζί!"
Το ήξερα όμως έτσι κι αλλιώς. Μόλις σε είδα.
Αμέσως.
Πως υπήρχαμε από πάντα στο σχέδιο του κόσμου σαν δυο κοχύλια διπλανά στον ίδιο βυθό.
Ήτανε ζήτημα χρόνου να συναντηθούμε. Χωρίς πίστωση.
Κατάθεση απλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου