Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

"Η πανσέληνος της απουσίας"


Την άλλη όψη του φεγγαριού, την σκοτεινή, ελάχιστοι την λογίζουν. Ίσως ο φόβος, ίσως η ανασφάλεια, ίσως πάλι η άγνοια, κομίζουν δύσκολη την εξερεύνηση στις βαθύτερες ρωγμές και στους κρατήρες. Μα εκεί που στενεύει το όριο, εκεί στο δυσδιάκριτο φαίνεται η θέληση, η εφυία αν θες για το αδύνατο, για την συνύπαρξη της ιδέας, την όσφρηση του αόρατου συναισθήματος εντός της σχάσης.
Να βλέπεις το ολόγιομο όταν δε σε βλέπει, να του λες λόγια όταν δε σ'ακούει, να απλώνεις τα χέρια σου όταν φεύγει, να το ζεις στην απουσία του.
Ταξιδεύω με την πανσέληνο που λείπει, και με τις αισθήσεις μου συλλέγω την αύρα που άφησε πίσω της. Μπορώ να την τυλίξω επάνω μου, να χορέψω μαζί της, μπορώ να την ρουφίξω, μπορώ ακόμη καλύτερα να την βάλω σε γυάλινο μπουκάλι ως κορυφαίο άρωμα να την έχω πάνδα πλάι μου, μα πιότερο μπορώ να την ζεστάνω με την τριβή της ψυχής μου, έτσι όπως είναι γυμνή.
Η ψυχή όταν τρίβετε μαλακώνει και ανοίγοντας το σεντούκι με τα εργαλεία της γίνεται ο κατάλληλος μάστορας για την οποιαδήποτε ρωγμή, ακόμη και στον βαθύτερο κρατήρα.
Εργαλεία;
Ναι εργαλεία, όπως μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια λέξη, μια κουβέντα ψιθυριστή, ένα χάδι, και όλα αυτά μέσα από την σιωπή της, κάτι σαν μακρά παύση της ανάσας ως την επόμενη, σε χρόνο όμως ταυτόσημο της κυκλικής αίσθησης του έρωτα που προσπαθεί να εγκαταλείψει την ύπαρξη του, την νύχτα της ανάστασης του.
Ετούτη η σιωπή, η συνοδοιπόρα εντός της απουσίας, παίρνει αξία αντιστρόφως ανάλογη του κενού που ηθελημένα άδειασε.
Έτσι λοιπόν δεν άντεξα και έβγαλα το χνάρι της ψυχής μου, το άπλωσα απαλά-μην την ξυπνήσω-πάνω στην άλλη όψη της σελήνης μου, και ήταν ολόιδιο, μα τόσο ίδιο που δεν μπόρεσα να το ξαναφέρω πίσω.

"Στον χρόνο του έρωτα"


....ο έρωτας μέγας ταξιδευτής σε φτιάχνει από τα πέρα, πριν ακόμη τον δεις, πριν τον μυρίσεις, πριν τον γευτείς....τούτος ο έρωτας, μια νυχτιά κοντοστάθηκε στον καθρέπτη να δει την όψη του, να πει τον πόνο του στο άλλο του μισό, και τον μόνον που αντίκρισε ήταν τον θάνατο του....όρισαν λοιπόν μονομαχία μεγάλη τρανή, ώστε να μείνει ένας....μα οι πληγές άνοιγαν έκλειναν ξανά και ξανά και τελειωμό δεν είχαν....και τότε εμφανίστηκε η μάνα τους η αγάπη και είπε να κατεβάσει την αυλαία....και σκότωσε τον θάνατο με έρωτα....
....κι έτσι μένοντας μόνος ο έρωτας, σκέφτεται το δύσβατο μονοπάτι του....λέει να βαδίσει, να τρέξει να χαθεί, να τραβήξει για την μοιραία συνάντηση που του άφησε στο μυαλό η μητέρα του η αγάπη, στο τελευταίο της κοίταγμα....τα χνάρια του στο έμπα της νύχτας τον καλούν να κοκαλώσει, να αδράξει και το χώμα κομμάτι απ΄τον ιδρώτα του, να ποτιστεί κι αυτό με αισθήσεις....
....παραδίπλα στο άνοιγμα, πορτοκαλί τριαντάφυλλο προσποιείται το σούρουπο, ξεγελώντας την τύχη του μήπως και δραπετεύσει από τον καμβά του θύτη....δεν μεγάλωσε για να γίνει μπουκιά φαρέτρας....ωστόσο ο ταξιδευτής το αισθάνεται και ζυγώνει σιμά του....
....άγαλμα πια, εμπρός στον πορτοκαλί παράδεισο, το κοιτά και του λέγει....να κλέψω το άρωμα σου ή να σε κόψω;....κι εκείνο μη μπορώντας να κρυφτεί να διαφύγει ή έστω να συλλαβίσει την υπεράσπιση του, παίρνει το θάρρος και γράφει στα λαμπερά του πέταλα έναν στίχο....

"η ελπίδα μου αγκάθι κι αντίδοτο
ρωγμή της ψυχής σου και δώρο"....

....και τότε ο χρόνος μαράζωσε, ελύγισε, κάηκε....λιώσαν οι δείκτες του κι έγιναν δάκρυ....κι εκείνος στο άγγιγμα πάγωσε....το ελάχιστο αίμα που του απέμεινε, βάφτηκε σούρουπο....κι έφτιαξε τότε μια εσάρπα από πορτοκαλί πέταλα και μια δυο κόκκινες αχνές κηλίδες αίμα, δώρο της μάνας του....κι έμεινε για πάντα εκεί, τυλιγμένος στο αγκάθι....να ποτίζει με το δάκρυ του, τούτο το μικρό, δικό του πορτοκαλί τριαντάφυλλο....


"Φέγγους όνειρα"


Τον δρόμο τον εχάραξε η πεθυμιά σου
αγκαλιά με του φέγγους τα υγρά τρέμουλα
και ήρθε, και ήρθες
κι έλειψε το σκότος ιδανικά
για να σου αφήσει την σφραγίδα του
χτύπα την, χτύπα με, είμαι
στα μάτια σου, στον παφλασμό τους
κέρασε με, του στήθους σου όνειρα
άλυτα όμως, άπιαστα
με πόνο ταπεινά νοτισμένο
στην μνήμη μου, στην μνήμη σου
στην ψυχή σου, ψυχή μου

....αφιερωμένο εκεί που βλέπω....

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ



Είναι οι στιγμές που το σώμα και η ψυχή εκτινάσσονται.
Είναι οι φορές που ο κόσμος, γίνεται στενός.
Είναι όταν τα συναισθήματα γίνονται κύματα και από το βυθό σε τινάζουν στον ήλιο.
Είναι ο έρωτας .
Προνόμιο για όσους τον ζήσανε. Ατέλειωτος χώρος ψηλάφησης γι αυτούς που τον ψάχνουν.
Αλήθεια η ενέργεια του έρωτα πόσα, δεν καταφέρνει.
Ο άνθρωπος αλλάζει σωματικά και ψυχικά.
Ζει διαφορετικά την κάθε μέρα του, το κάθε λεπτό. Δημιουργεί κάθε στιγμή.
Ο έρωτας ένα μίγμα πόθου, ζήλιας, πάθους, ηδονής, πόνου, χαράς, κυριεύει τον άνθρωπο και τον ανεβάζει ψηλά. Κι ο άνθρωπος ομολογεί είναι ίλιγγος ο έρωτας.
Οι ερωτευμένοι μένουν σφιχταγκαλιασμένοι πάνω στα φτερά του έρωτα και ταξιδεύουν στην ευτυχία .
Αυτά τα συναισθήματα, κανένας που τα γεύτηκε δεν θέλει να τα αποχωριστεί.
Γι αυτό κι οι άνθρωποι δίνουν όρκους παντοτινούς για τον έρωτα.
Είναι η κατάσταση που τους κάνει να νοιώθουν πως αναστήθηκαν και η ματιά τους για τον κόσμο είναι πια διαφορετική.
Στα μάτια του συντρόφου τους βλέπουν το σύμπαν κι όταν αγκαλιασμένοι φιλιούνται βρίσκονται να πετούν στο χάος. Σίγουροι και ελεύθεροι διαπερνούν κόσμους.
Ενεργοποιούν τη δύναμη της ψυχής τους και επικοινωνούν με τις πιο μυστηριακές δυνάμεις. Είναι οι δυνάμεις αυτές που μεταφέρουν το μυστικό της ζωής στη γη.
Στην περιπλάνηση αυτή των συναισθημάτων συναντούν τη λύτρωση, από κάθε υλικό φορτίο, γιγαντώνονται και γίνονται πλούσιοι ψυχικά.
Στον έρωτα όλα είναι μοναδικά και πρωτόγνωρα για όλους.
    
Έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νέάνιδος εννυχεύεις, φοιτάς δ’ υπερπόντιος εν τ’αγρονόμοις αυλαίς, καί σ’ούτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς ούθ’αμερίων σέ γ’ανθρώπων. Ο δ’έχω μέμηνεν.
Μετάφραση
Έρωτα, που δε γονάτισες ποτέ στον πόλεμο,
Έρωτα, που ορμάς και γεμίζεις την πλάση,
που στ’ απαλά τα μάγουλα της κόρης νυχτερεύεις,
που σεργιανάς τις θάλασσες και των ξωμάχων τα κατώφλια,
κανείς δε σου γλυτώνει μηδέ θνητός μηδέ αθάνατος.
φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις.
 Γράφει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη και μας δίνει την εικόνα του μεγαλείου του έρωτα.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Του ονείρου το καράβι

Αrt by Linda Robertson
Τις νύχτες που ο ύπνος αρνείται να με παραδώσει στις ''αγκάλες του Μορφέα'' και το καράβι της θύμησης αρμενίζει με την πλώρη μυτερή στο πέλαγος, που λέγεται Ζωή, αρχίζουν σαν ξωτικά να γυρνούν οι σκέψεις μου ολόγυρα.
Σκέψεις γλυκιές, πικρές, γλυκόπικρες, ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων ..
Κι 'αρχίζεις να αναζητάς έναν ήχο, να σπάσει σε χίλια κομμάτια την ησυχία της νύχτας, αλλά μόνο ο ήχος του ρολογιού μετράει το χρόνο της απουσίας.
Αrt by Fran Peppers
Αξαφνα, αλλάζουν όλα, ο καθρέπτης μου επιστρέφει το είδωλο-Ραγισμένο πρόσωπο-κι' όμως αυτό το κορίτσι αυτό το βλέμμα, έχει το βλέμμα μου, κοιτάζει αλλού, σαν να ψάχνει κάτι-κάτι άλλο-σαν να ελπίζει πως θα το βρει κάποτε.
Είναι σαν να μου ζητά να μπω στον κόσμο της, αυτόν που μόνο εκείνη μπορεί να βλέπει.
Στην ουσία,στ' όνειρο..
Αυτο το κορίτσι, έχει το βλέμμα μου, ψάχνει να βρει την αλήθεια, η φωνή της ζητάει να προσπεράσει τα ερείπια.
Μα τι κάνει;
Απλώνει τις μπογιές;
-Θέλω χρώματα <μου λέει>,βάλε χρώματα στον πίνακά μου πολλά.Πάρε το πινέλο και δείξε μου.
-Να σου δείξω; τι να σου δείξω;<είπα>
-Δείξε μου πως μπορείς να χρωματίσεις τη ζωή σου με όλα τα χρώματα, πασαλείψου απο ζωήκ kαι άσε υπολείμματα σε όλες τις γωνίες γύρω σου.
-Μη με κοιτάζεις έτσι αμίλητη<συνέχισε>ή μάλλον κοίταζε με, θέλω να νιώσω ο,τι σκέφτεσαι..Εχεις ένα ελεύθερο βλέμμα -Θέλεις να είσαι ελεύθερη-Μην απαντάς; το ξέρω..
-Θα'θελες να ήσουν μια άλλη, να ζούσες σε διαφορετική εποχή,  μην το αρνείσαι; το ξέρεις γι'αυτό σωπαίνεις..
-Κοίτα αυτό το μικρό κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα στα ξανθά του μαλλιά, δε σου θυμίζει τίποτα;
 http://www.ourcottagegarden.com/uploads/calendar_girl0.jpg
''Χέρια πόδια στην αυλή
Ολοι κάθονται στη γη''
              Αγόρι 
-Ελα μωρέ με χτύπησες.
             Κοριτσάκι
-Δεν το ήθελα, με σπρώξανε.
             Αγόρι
-Ναι,καλά τώρα, κοίτα τα μπράτσα μου; μπορώ να σε δείρω, γιατί άμα θυμώνω αγριεύω.
          Κοριτσάκι
-Δε σε φοβάμαι, δε φοβάμαι κανέναν και τίποτα.
         Αγόρι
-Μπα, πολύ γενναία μας το παίζεις
πως σε λένε;
        Κοριτσάκι
-Μαρία, και είμαι ατρόμητη.
      Αγόρι
-Χα χα , τι ζωγραφίζεις εκεί;
     Κοριτσάκι
-Ενα καράβι, μ'αυτό θα ταξιδέψω όλο τον κόσμο όταν μεγαλώσω, θα γίνω καπετάνιος.
     Αγόρι
-Εισαι παλαβή νομίζω, αφού είσαι κορίτσι, δεν μπορείς χα χα.
    Κοριτσάκι
-Μπορώ...
    Αγόρι
-Καλά κοριτσάκι.
   Κοριτσάκι
-Καλά ''Κάπτεν '' να λες.
   Αγόρι
-Καλά το είπα εγω ό,τι είσαι παλαβή.. χα χα..
Girl with a Boat - by Mark Shasha
-<Λοιπόν>; ακόμα σκέφτεσαι τι θα ζωγραφίσεις;
Πάρε το πινέλο και βάλε τα χρώματα της ζωής σου.
-Ενα καράβι,<απάντησα>
Eνα Καράβι..
Το πρωί ξύπνησα με του Ηλιου το χάδι στο μέτωπο.
Πάνω στο κομοδίνο μου, σε μια κόλα χαρτί ήταν ζωγραφισμένο ένα Καράβι...
Παράξενη νύχτα  <σκέφτηκα>,
Δεν ξέρω αν όλα αυτά ήταν της φαντασίας μου ή απλά τα ονειρεύτηκα, σημασία έχει ό,τι τώρα ξέρω..
Με λένε Μαρία και είμαι ατρόμητη..(Μ.Λαμπράκη)




Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Συνομιλίες




Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ. Την ανάσα μου αναδεύω με το αίμα τους. Το μολυσμένο από βακτήρια ελπίδας. Το τόσο απελπισμένα μολυσμένο. Φορώντας τα εφτά πέπλα μου. Γύρω απ' τα κρεβάτια τους χορεύω. Απ' τους ορούς τους γύρω. Ως Σαλώμη σιωπηλή και μακάρια. Ξεπλένω τα πόδια τους τ' ασάλευτα. Μ' αφρούς κυμάτων σαράντα. Στα προσκεφάλια τους απιθώνοντας συγκομιδές. Ρίγανης και θυμαριού. Όλα τα βράδια. Που του Υπερίωνα η κόρη η ασημοστόλιστη κυκλοτερώς τον ουρανό διασχίζει. Όλα τα βράδια. Που σε κρατήρες καλυκόσχημους σμίγουν κρασί με αίμα. Τότε που τα στήθη τα βραχώδη αναστενάζουν. Τα σε χάλκινα σώματα βραχώδη στήθη. Τα σε δωμάτια πήλινα. Που του Τυφώνα και της Έχιδνας η κόρη η απεχθής φωτιές εκπνέει. Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ.

Τα βράδια σαν είμαι μόνη τρελαίνομαι. Βουτάω το καναρίνι μου μέσα απ' το κλουβί του. Με χέρια τρεμάμενα του στρίβω το λαιμό. Κοιτώ τ’ ορθάνοιχτα τ’ ασάλευτά του μάτια. Στοργικά κρατώ το θελκτικό κορμάκι. Πόνοι εξωμήτριοι. Το κάθε του φτερό. Το κάθε φαιό κύτταρό του. Πόνοι. Κύτταρα. Φτερά. Απ' την ανάσα μου ζωή του δίνω το πρωί. Ζωή απ' τη ζωή μου. Το πρωί πίσω το βάζω στο κλουβί. Κι ύστερα αποκοιμιέμαι. Πάνω στα φτερά του. Μέσα στις γαλάζιες δουνάβιες φλέβες του. Αποκοιμιέμαι το πρωί. Πάνω στα λουλούδια. Που μέσα τους πεταλούδες κατοικούν. Πάνω στα δέντρα. Που μέσα τους φωλιάζουν μέλισσες χρυσαφένιες. Το πρωί. Που μελίρρυτο στάζει των δέντρων το δάκρυ.

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ. Το πρωί στα φτερά των πουλιών αποκοιμιέμαι.