Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Σαν πάγος, κοφτερό




Έτσι. Ξεκίνησε έτσι. Στην πραγματικότητα αυτό σε ξύπνησε και όχι το φως ή το ξυπνητήρι δίπλα στο αυτί σου μήπως και παρακοιμηθείς. Αυτό. Αυτές δηλαδή. Εκεί ήρθαν και σε κατοίκησαν. Σαν μοιρολογίστρες παρατάχτηκαν στα κυκλικά ερείπια του νου σου. "Πες μας" σου φώναξαν. Πες μας. Κι εσύ άκουσες "πιες μας". Μα σας πίνω, επεχείρησες να αντισταθείς. Σας πίνω. Κάθε μέρα σας κοινωνώ διαβάζοντας. Όχι όχι , και κουνάνε το κεφάλι πέρα δώθε χαμογελώντας, πες μας, πες μας, μίλα για μας, κατοικούμε στο κεφάλι σου και δεν έχει άλλο, δεν θα απαλλαγείς από μας αν δεν μας πεις. Και σε κοίταξαν μια μια με το αδυσώπητό τους βλέμμα, το βλέμμα εκείνο που τρυπάει, οι Λέξεις, σε κοίταξαν βαθιά και έτσι ξύπνησες. Με αυτό το βάρος. Από τις κατοικημένες λέξεις, από τις κατοικημένες έννοιες.
Άντε μετά να ξανάρθει ο ύπνος.
Οι ερινύες μου είναι κει, μαύρες μοιρολογίστρες. Με κατοικούν αλλά δεν ξέρω να τις αποδώσω. Να τους δώσω διέξοδο. Δεν ξέρω τίποτε, δεν ξέρω να γράφω ,είμαι αναλφάβητος.
Κι έπειτα είναι αυτό το κρύο που έρχεται από κάτω και σιγά σιγά ανεβαίνει. Και η βροχή, τσακ τσακ ασταμάτητα λες και το γκρίζο δεν στερεύει. Το κρύο που έρχεται σαν παγωμένος θάνατος στερεοποιημένος, προσωποποιημένος σε ένα χειμώνα απουσίας χρωμάτων. Τσακ τσακ λες και κάποιος σε στραγγίζει από ζωή για να την κάνει δάκρυα. Όχι, μην το πας σε γελοίους λυρισμούς, τούτο εδώ δεν έχει σχέση με λυρισμούς μα με εφιάλτες. Βρέχει βρέχει λες και δεν θα σταματήσει ποτέ. Ένα νεφελώδες παραπέτασμα σου κρύβει την ζωή. Λες και το κεντάνε αυτές, εκεί στα κυκλικά ερείπια.
Καλωσόρισες στον εφιάλτη σου, χειμώνιασε. Κι αυτόν τον ταφικό χώρο πώς να τον αντέξεις. Ούτε να μιλήσεις για αυτόν δεν θέλεις, γυρνάς το πρόσωπο. Τσαλακωμένο από εκφράσεις πρόσωπο. Κι από τον φόβο του κρύου που σου σκαρφαλώνει την ψυχή.
Γυρνάς από την άλλη, άλλη μια απόπειρα. Γελούν που παλεύεις να τις ξεχάσεις.
"πες μας" σου λένε σχεδόν τραγουδιστά. Γουργουρίζει το φωνήεν, το φονικό φωνήεν έψιλον. Κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα και τους ουρλιάζεις όχι , σας αρνιέμαι.
Απεταξάμην το έψιλον, βγάλτε το από μέσα μου αρκετά με κάρφωσε.
Κι έρχεται το κρύο σιγά σιγά από τα πόδια. Παγωμένο σα χέρι θανάτου. Ανεβαίνει. Όταν θα φτάσει στο μυαλό θα έχεις τελειώσει. Το συνειδητοποιείς, θα έχεις τελειώσει.
Τα κυκλικά ερείπια του Μπόρχες σε κυκλώνουν. Δεν είσαι το όνειρο μιας πεταλούδας, δεν είσαι καν το όνειρο ενός άλλου ανθρώπου. Είσαι το όνειρο του εαυτού σου που ήθελε να ζήσει.
Ξυπνάς.

Χωρίς αντίκρισμα





Μια σκιά στον καθρέφτη. Ένα σφίξιμο στο στήθος. Ένας κλεμμένος κτύπος στην πόρτα. Ένας άχρωμος παλμός. Ένα δάκρυ που δεν βγαίνει. Ένας ήχος φιμωμένος. Μια ξεψυχισμένη ορχήστρα. Ένα σύννεφο που δεν λέει να στύψει τον θάνατό του. Μια βροντή που ντρέπεται να υπάρξει.
.
.
.Μια αγωνία σ’ ένα χθες χωρίς αύριο. Μια λάμπα που δεν θέλει να ανάψει. Μια ένταση δίχως τέλος. Ένα κουτί με κίτρινα χάπια. Ένα μισοτελειωμένο ποτό. Ένας απόηχος κάποιου τρένου που σφυρίζει. Ένα ταξίδι για το πουθενά. Μια στάλα αίμα ξεψυχισμένο.
.
.
.
Δυο ξενύχτια χωρίς άρωμα. Μια νότα χωρίς ρυθμό. Μια άνοστη καταιγίδα. Ένα χρώμα φλύαρο. Μια σκέψη δίχως ηλεκτρισμό. Ένα σπασμένο υπόγειο. Τρεις σκουριασμένες αλυσίδες γύρω απ’ το λαιμό. Μια βρισιά χωρίς νόημα. Ένα βλέμμα σκοτεινό. Δυο χείλη κάτασπρα. Μια βλεφαρίδα λερωμένη. Μια άνοιξη πεταμένη.
.
.
.

Ένας σταθμός χωρίς διαβάτες. Μια λέξη δίχως φωνήεντα. Ένας λαβύρινθος στο πέλαγο. Ένα πανί χωρίς καράβι. Μια άμμος έξω απ’ την έρημο. Ένα αγρίμι χωρίς φωνή. Ένα ασήμι χωρίς ουρανό. Δυο φτερά χωρίς σώμα. Μια καρδιά σ’ ένα μαχαίρι. Μια πηγή που ξέχασε να στάξει χρόνο. Μια βροχή μονότονη.
.
.
.
Ένας έρωτας. Χωρίς αντίκρισμα.



.
.

Α όπως Aγριεύω...





Μωρό ακόμη κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ασυναίσθητα. Φαίνεται να το διασκεδάζει. Κι οι άλλοι από πάνω του χαμογελούν και του κάνουν χαρούλες. Ναι, είναι έξυπνο. Μάλιστα, φαντάζει πιο έξυπνο από τα άλλα μωρά της ηλικίας του. Κι αυτό, βγάζει φωνές, κραυγούλες και γελάκια...

Μεγαλώνει. Το ντύνεις, το χαϊδεύεις, του μιλάς, του παίρνεις παιχνίδια. Παίζετε μαζί. ΄Οσο μπορείτε. Όσο προλαβαίνεις (τι λίγο που είναι κάθε φορά. Και όλο λες πως την επομένη θα αφιερώσεις περισσότερο χρόνο...). Σου κρατάει το χέρι. Υπερήφανος βαστάς τα μικρά του δάχτυλα ανάμεσα στη χούφτα σου. Θες η στιγμή να έχει διάρκεια. Νιώθεις το βελούδο του μέσα στις γραμμές της ζωής σου...

Με την βροχή, το χιόνι, τον ήλιο, τον άνεμο, βγαίνετε και το μαθαίνεις να γεύεται τα στοιχεία της φύσης. Και τα αόρατα στοιχειά της. Του πλέκεις ιστορίες με μάγους και ξωτικά. Με δράκους και νεράιδες. «Μη...μη μωρό μου...μη κλαις...Ψέματα είναι. Ψέματα...». Του κάνεις αστεία με τις λούμπες απ’ τα λασπόνερα. «Τώρα θα σε ρίξω μέσα. Τώρα!» και τ’ ακούς να ξεκαρδίζεται. Φτερουγίζεις...

Πάει σχολείο και ζωγραφίζει τα γράμματα. Μαθαίνει λέξεις και ποιήματα. Συναντάει συνομηλίκους και φτιάχνει παρέες. Αρρωσταίνει. Τρελαίνεσαι. Γίνεται καλά. Πετάς. «Να διαβάζεις, αγάπη μου. Να μαθαίνεις...» και ξέρεις πως άλλα έχει στο νου. Καλά κάνει. Κι εσύ έτσι έκανες...

Εφηβεία. Κλαίει. Γελάει. Ξεχνάει. Θυμάται. Υποφέρει. Απογοητεύεται. Φωνάζει. Δοκιμάζει. Αντέχει; (Αντέχεις;), Φοβάται. (Φοβάσαι). Μεγαλώνει. (Μεγαλώνεις). Μιλάει. Βρίζει. Ιδρώνει. Συμβουλές; (Nα μη φαίνονται σα συμβουλές). Από κοντά. (Πόσο κοντά;). Ενημερώνεται. Επαναστατεί. Διαμαρτύρεται. Διαμαρτύρεται...

...Διαμαρτύρεται...

...Διαμαρτύρεται...

Φ για περισσότερο φως...

Τ για το δικαίωμα στην τρέλα...

Α για την δύναμη της αγάπης...

Ν για τη νιότη που κινεί βουνά...

Ε για τον έρωτα που σείει το σύμπαν...

Ι για τους ιριδισμούς του νερού στην άσφαλτο...

Π για το πνεύμα που μένει αθάνατο...

Ι για τα ιδανικά που πήγαν χαμένα και το ιώδιο που δεν πρόλαβες να του βάλεις στις πληγές...

Α για την απόγνωση. Για το άγγιγμα. Για τον άγγελο. Για το αίμα. Για το απόθεμα. Για την απελπισία. Για την αλήθεια. Για το άφθαρτο. Για την αμαρτία...

...Για τον Αλέξη. Για κάθε Αλέξη...

.........

.

Frank Sinatra My Way



Θα σε αναρτήσω...

Εσένα που λες πως σκέφτεσαι συνέχεια. Πως θέλεις πράγματα. Πως δίνεις. Πως προσφέρεις. Πως ονειρεύεσαι. Πως επιθυμείς. Πως δείχνεις. Με πράξεις. Με λόγια. Με βλέμματα...

Εσένα που ξεδιπλώνεσαι. Που νωχελικά κουνιέσαι στον καθρέφτη κοιτάζοντάς σε. Που χαμογελάς. Που δακρύζεις. Που καρδιοχτυπάς. Που προχωράς στη βροχή χωρίς να δέχεσαι την ομπρέλα κανενός...

Εσένα που έπαψες να πιστεύεις. Που θες να νιώσεις πως υπάρχει κάτι για να πιστέψεις. Που παρ’ όλα αυτά δεν δηλώνεις απελπισία. Που έχεις δύναμη να ανοίγεις ένα μονοπάτι ακόμη. Που ξεριζώνεις τα αγριόχορτα και φυτεύεις ανεμώνες. Που βυθίζεσαι σε σκοτάδια. Μα και που γελάς δυνατά...

Εσένα που έχεις αναμμένη την εστία σου. Που θες να υποδέχεσαι. Να καλοσωρίζεις. Μα και να διώχνεις. Με το βλέμμα στραμμένο στο εκεί. Που δείχνει κατεύθυνση. Που μουσκεύεις. Που αρνείσαι να στεγνώσεις. Που ξέρεις να φιλάς με πάθος. Που ερωτεύεσαι με δύναμη. Που απογοητεύεσαι οικτρά...

Εσένα που ντύνεσαι για να γδυθείς. Που γδύνεσαι ενώ ακόμη έχεις τα κουμπιά σου σφαλισμένα. Που αναστενάζεις. Που υποφέρεις. Που μεταδίδεις. Που λες ναι. Όχι. Ίσως. Που φοβάσαι. Που ανησυχείς υπερβολικά. Που χαϊδεύεις τις λέξεις. Που αγαπάς τα πρόσωπά τους. Τις ψυχές τους. Που λατρεύεις ότι λατρεύουν. Που προστατεύεις...

Εσένα που χάνεσαι. Που επαναπροσδιορίζεσαι. Που ακόμη γίνεσαι...

Θα σε αναρτήσω, εαυτέ μου. Κι ύστερα θα σε σταυρώσω. Όπως κάνω κάθε φορά που θέλω να βλέπω λίγες στάλες παραπάνω κόκκινο. Όπως ξέρω πως θ’ αναστηθείς ξανά. Γιατί δεν θες να γλιτώσεις από την λαχτάρα μιας ακόμη επερχόμενης ηδονής. Κι είμαι εδώ για να σου θυμίζω...


...πως στην επόμενη στροφή αν δεν με υποδεχτείς με χαμόγελο…

… θα σε γαμήσω!

Κι αυτή τη φορά δεν θα σ’ αρέσει...






.

Είσαι ακόμη εδώ, ε;




Το νιώθω. Το νιώθω πως είσαι ακόμη εδώ. Όπως εκείνη τη φορά που είχες καθίσει πάνω στο μοβ μου πάπλωμα. Και σου χαμογελούσα. Και με κοίταζες. Θυμάσαι που έσβησα τα φώτα, άναψα μικρά κεράκια και σου είπα να βολευτείς; Οι φλόγες τρεμόπαιζαν και τα βλέφαρά σου ανοιγόκλειναν. Η ανάσα μου κοντά σου. Και συ τόσο ήρεμος...

Είχα πει πως θα σου αφηγηθώ ένα απ’ τα παραμύθια μου. ΄Ετσι όπως τα αφηγούμαι στο θέατρο της σκιάς και που εσύ δεν έχεις έρθει ακόμη να με δεις. Πόσο θέλω να με δεις να λέω τα παραμύθια μου. Να φτιάξω μια παράσταση αποκλειστικά για εσένα. Να είναι σκοτάδι στη σκηνή, μα να βλέπω μόνο τα δικά σου μάτια να με κοιτούν. Θα λάμπουν και μέσα τους θα κοιτώ εμένα. Και θα δείχνω προς την κατεύθυνσή σου

Όμως εκείνη τη νυχτιά που σε είχα εδώ δεν πρόλαβα να σου πω το παραμύθι που ήθελα. Όλο κάτι άλλο συνέβαινε και «η νύχτα με τους ανέμους» έμεινε χωρίς τους ανέμους της. Πόσο μισή νιώθω σαν κάτι δεν ολοκληρώνεται. Πόσο μισή θα νιώθω πάντα επειδή κάτι παραπάνω θα ζητώ. Κι όσο και να λέω πως δεν...

...όλο θα...

...αχχχ... είσαι ακόμη εδώ, ε;
Δίπλα μου κι απόψε κι ας είσαι αλλού. Γιατί να είσαι όλο αλλού; Ξέρω πως δεν έχεις απαντήσεις. Ξέρω πως το δάκρυ μου που κυλά, το όνομά σου λέει. Όπως ξέρω πως θ’ αργήσει να στεγνώσει. Ξέρεις; Δεν θέλω να στεγνώσει...

...δεν θέλω...

Ακούω πάλι ένα τραγούδι. Ένα απ’ αυτά που μου θυμίζουν το πρόσωπό σου. Ή μάλλον...όχι...δεν μου θυμίζουν τόσο το πρόσωπό σου. Μου θυμίζουν την κίνηση που έκανες για να βάλεις τις νότες στο χέρι μου. Έτσι όπως τράβηξες το cd την ώρα που ακουγόταν απ’ το αυτοκίνητό σου – ναι...στην βόλτα που είχαμε πάει- και το έβαλες στις παλάμες μου. Δεν είπες τίποτα. Μόνο με κοίταξες και μου το έδωσες. Κι έχω μείνει να ακούω με τις ώρες το κομμάτι που παιζόταν εκείνη τη στιγμή...

Παθιάζομαι, το ξέρεις; Ναι...το ξέρεις. Με μουσικές, με εικόνες, με γεύσεις, με λέξεις, με σιωπές. Γιατί σιωπάς; Γιατί όταν είπα κάτι δεν το συμπλήρωσες; Γιατί; Βάσανο είναι. Το ξέρεις. Μα δεν θέλεις να κάνεις κάτι άλλο...

...δεν θέλεις (;)...

Είσαι ακόμη εδώ, ε;
Μη μου φύγεις. Μη...όπως και να είσαι. Όχι όχι. Δεν το απαιτώ. Ποτέ δεν απαιτώ. Ούτε το ζητώ. Απλά, το επιθυμώ. Μα...μου είναι αδύνατον να μη το λέω. Πνίγομαι σαν δεν το λέω. Θέλω να σ’ αγγίξω...Να σε χαϊδέψω...Να σου ψιθυρίσω...Μα...

...να ’σουν εδώ...

...αχ...μα...είσαι ακόμα εδώ, ε;
...ε;






.

Δεν κάνω χάρες εύκολα

 
 
 
Να γράψω λέει κάτι τρυφερό και αέρινο. Κάτι παραμυθένιο και κάτι πορτοκαλί. Κάτι κόκκινο και λίγο από γαλάζιο. Γιατί τελευταία γράφω σκληρά, αδιαπραγμάτευτα, ψυχρά και θυμωμένα.
Να του κάνω τη χάρη για να αλαφρώσω. Να μην είναι πλάκωμα, να μην είναι βαρύ, να μην είναι όπως είναι.
Χα!
Εντάξει. Θα το κάνω και γράφοντάς το θα κόβω αντιδράσεις μου. Θα το κάνω, ρε. Κοίτα.
...Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Κοίταξε τον ήλιο που καθρεφτιζόταν στην απέραντη θάλασσα. Γυμνή ανοιγόκλεινε τις βλεφαρίδες της χαμογελώντας και η λευκή απαλή κουρτίνα να χαϊδεύει το κορμί της έτσι όπως ο πρωινός απαλός άνεμος την έσπρωχνε πάνω της. Το στήθος της στητό με τις ρόγες της να σκληραίνουν στο φιλί του αέρα. Το σώμα της σφιχτό και τα μαλλιά της ξέμπλεκα, αφημένα έτσι όπως μόλις είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Απολύτως τίποτα. Και γιατί να την νοιάζει άλλωστε; Είχε τίποτα να κρύψει; Είχε για τίποτα ν’ αναρωτηθεί; Είχε για τίποτα να κλάψει; ΄Οχι αυτή. Όχι η συγκεκριμένη. ΄Αλλοι μπορεί να έχουν ένα σωρό αιτίες, ή στο τίποτα να βρίσκουν λόγους να σπαράζουν. Εκείνη ουδέποτε έκανε κάτι τέτοιο. Ακόμη και μες το μαύρο έβρισκε την γραμμή που θα της δείξει το φως.
Ο ήλιος σηκωνόταν αργά αργά και ανέβαινε ψηλά. Κι εκείνη καρφωμένη να τον κοιτάζει χωρίς να στρέφει το βλέμμα της από πάνω του. Εκεί έβλεπε τους τόπους που ήθελε να πάει και ήξερε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ’βρισκε ευκαιρία να τους βρει και να τους περπατήσει.
Γιατί; Γιατί σαν είσαι ερωτευμένος, μάτια μου, δεν έχεις να σκεφτείς το πώς. ΄Εχεις να σκεφτείς το «θα». Θα κάνω αυτό και θα κάνω το άλλο, και θα γίνει ετούτο και θα γίνει και το παραπέρα. Χωρίς όχι. Μόνο ναι. Ναι! Ναι! Ναι!
Μυρωδιά από Μάρτη και κείνη στο παράθυρο ακόμη. Γιατί να φύγει σήμερα από τούτο το παράθυρο; Είναι τόσο όμορφα τα χρώματα. Χρώματα που αντικατοπτρίζουν την ψυχή της. ΄Εχει σημασία η ηλικία της; ΄Εχει η ψυχή ηλικία; ΄Οχι δα! Σαν ξέρεις να γελάς, ξέρεις και να φτιάχνεις τον κόσμο. Αυτόν που ζεις,ναι. Οι ουτοπίες είναι γι’ αυτούς που τους πέφτει βαριά η ανατολή. ΄Οσοι μπορούν να την κοιτούν κατάματα, τι να κάνουν το πέταγμα στο αλλού;
Χάιδεψε τους ώμους της κι έπιασε το στήθος της. Μια ηλιαχτίδα το φίλησε. Την άφησε να την ζεστάνει. Σαν το άγγιγμα που της κάνει εκείνος όταν βρίσκονται μαζί. ΄Η κι ακόμα όταν δεν βρίσκονται. Γιατί το άγγιγμα έχει τη μοναδική ικανότητα να υπάρχει και πριν ακόμη το νιώσεις και να μένει κι αφού το γευτείς.
΄Εβγαλε μιαν ανάσα. Λεπτή, απαλή, ήσυχη. ΄Ανοιξε διάπλατα την κουρτίνα κι έκλεισε τα μάτια. Ο Μάρτης υπάρχει ακόμη και με τα μάτια κλειστά. Είν’ όμορφα όταν...
Θα μπορούσα να το συνεχίσω. Μα ξέρεις κάτι φιλαράκο; Κατά βάθος είμαι Απρίλης!

Μη μου κλαις




Είχε αγοράσει μια κόκκινη λάμπα και την έβαζε στο φωτιστικό του δωματίου του όταν εκείνη πήγαινε να τον επισκεφθεί.
Της έβαζε και μουσική να ακούγεται απ’ το lap top του που το ’χε πάνω στο μοναδικό του τραπεζάκι.



Είχε μάθει να ανοίγει και σαμπάνια. Είδε στο ίντερνετ οδηγίες. Είχε αγοράσει και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Για να πίνουν μαζί όταν εκείνη αποφάσιζε να ανέβει τα σκαλιά του διαμερίσματός του.


Απόψε του ’χε πει πως θα ’ρχόταν. Και κείνος έτρεμε. Μη κάνει κάτι λάθος και της χαλάσει τη διάθεση. Μη πει κάτι που εκείνη το παρεξηγήσει και σηκωθεί να φύγει. Κι αντί για τη ζέστη της του δώσει την ψυχράδα της. Πόσο καλά ήξερε να τα κάνει και τα δυο. Εκείνος όμως ήξερε το γιατί και την δικαιολογούσε. Πάντα την δικαιολογούσε.


Ακόμη και όταν το τηλέφωνό του χτύπησε και του ’πε να μην την περιμένει...
Επειδή απόψε έβρεχε... Κι ήθελε να περπατήσει στη βροχή. Μόνη...


Ξεβίδωσε την κόκκινη λάμπα και την έκρυψε στο συρτάρι του για ακόμη μια φορά. Χώθηκε στα σκεπάσματά του. Θα την περίμενε όταν εκείνη το αποφάσιζε.


Πόσο πια να κρατάει μια βροχή;



Νοητικές μεταμορφώσεις

Νοητικές μεταμορφώσεις

΄Ηπιε την άνοιξη γιατί ποτέ δεν την χώνεψε. Δεν ήθελε να την βλέπει γιατί του έριχνε ήλιο στα μάτια. Και αυτός τον ήλιο τον μισούσε. Η αύρα η ψυχρή που έπνεε το χάραμα τον έκανε να θυμάται πως ακόμα υπάρχει. Μα σαν σουρουπώνει, τότε είναι που ανασταίνεται και πάλι. Γιατί πλησιάζοντας η νύχτα φέρνει μαζί της τον χιτώνα που της άφησε απ’ τα χθες. Και λυτρωτικά τον φοράει, τον ντύνεται, τον κουμπώνει και τον αφήνει να τον μεταμορφώσει σ’ αυτό που μόνο εκείνος ξέρει πως είναι. ΄Ενας ξεχασμένος ήρωας του σκότους, ένας ζητιάνος της μαυρίλας, ένας εξερευνητής του μυστηρίου και της σαγήνης. Και με την φορεσιά του απλώνεται στα στενά και φωνάζει χωρίς τους ήχους να ακούγονται και να προδίδουν την ύπαρξή του. Μόνο τα πλάσματα που τον νιώθουν μπορούν να τον πλησιάσουν μα κι εκείνα δεν είναι πάντα τόσο τολμηρά. Γιατί η φρόνηση τα κάνει να σκέφτονται και δυο και τρεις φορές πως με την καταιγίδα παίζει κανείς δύσκολα παιχνίδια όταν εκείνη αποφασίζει να δείξει τη δύναμή της. Κι αυτός φοράει την καταιγίδα και σκορπίζεται χωρίς να υπολογίζει θεούς και δαίμονες. ΄Υστερα, με μια υποψία χαμόγελου να σκάει στο πρόσωπό του και μετά από ώρες περιπλάνησης που ούτε καν θυμάται τι μπορεί να έχει κάνει, γυρνάει την σελίδα του και νομίζει πως μπορεί να υπάρξει και αλλού. Μάταια όμως γιατί είναι καταδικασμένος να φορά παντού και πάντα τη νύχτα πάνω του…

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ

 
 
Παραδομένη ξανά σε μια ουτοπία διαλυμένη. Ένα όνειρο που γνωρίζοντας πως το δημιουργώ άρχισε να με τρώει χωρίς να το καταλαβαίνω. Και ’γω πλέκοντας τον ιστό του, αράχνη και ζωύφιο μαζί, να θέλω να ελευθερωθώ και ολοένα να χώνομαι μέσα του περισσότερο.
Ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα αφού εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι το τέλος πλησιάζει; Και γιατί η απογοήτευση να είναι τόσο έντονη αφού την αισθανόσουν πως θα ’ρθει; ΄Ισως γιατί όταν αποφασίζει να έρθει τη στιγμή που δεν την ορίζεις και δεν την περιμένεις τότε να σου κακοφαίνεται. ΄Ισως επειδή όταν ο άλλος διαλέξει τι τίτλους θα της φορέσει και εσένα δεν σου κάνουν, γι’ αυτό και να χτυπιέσαι.
Κι όμως ξέρεις πολύ καλά πως στην ουσία όλα είναι τίποτα. Είναι στρόβιλος και κύμα και γαλάζιος κεραυνός που χτυπά απροειδοποίητα. Και συ θύτης και θύμα μένεις να τη βλέπεις να έρχεται πάνω σου και να σε παρασύρει ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό για να την αποφύγεις. Είτε γιατί δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις, είτε επειδή έχεις αυτήν την μαζοχιστική τάση να τη δεις να σε διαλύει. Και να κάθεσαι ακούνητος, ακλόνητος μ’ ένα χαζό χαμόγελο περιμένοντάς τη. Να σε χτυπήσει και να σε τσακίσει. Να σε τσαλαπατήσει και να σε λιώσει. Να σε κάνει να υποφέρεις και να γίνεις ένα με το χώμα. Και να μην θες να σηκωθείς. Και να μη θες ν’ αναθαρρήσεις. Και σαν αρχίσεις κάποια στιγμή την διαδικασία του να σταθείς ξανά, να ξαναμπείς εν γνώσει σου στο ίδιο τρυπάκι για να νιώσεις και πάλι χαμένος και αδύναμος. Ελπίζοντας πως κάποτε θα γίνεις πέτρα, μα γνωρίζοντας πως αυτή η στιγμή δεν θα ’ρθει ποτέ…

Νύχτες...

 
 
 
Μια νύχτα ως το ξημέρωμα. Γιατί κάθε νύχτα έχει κι ένα ξημέρωμα. Λίγο πριν. Λίγο μετά. Δεν μετράει ο χρόνος πάντα. Ξημέρωμα μπορεί να ’ναι και χωρίς τον ήλιο να βγαίνει. Ξημέρωμα μπορεί να ’ναι και χωρίς να χτυπήσουν οι καμπάνες του σώματός σου που σου λένε ξύπνα. ΄Η κοιμήσου. Ή πέθανε. Ή αναστήσου.
Και συ να μην ξέρεις τι απ’ όλα αυτά θες να κάνεις αυτή τη βραδιά. Να πεθάνεις στα χέρια του ή να αναστηθείς μες απ’ το βλέμμα του; Να κλάψεις μόνη σου ή να γελάσεις αντρόπιαστα ανοίγοντας το παράθυρο στον άνεμο; Να τον αφήσεις να μπει να σου χαϊδέψει τα σωθικά και μετά να τον αφήσεις να φύγει ξανά; ΄Η να του πεις να ξεμακρύνει και να μην σ’ αγγίξει αυτή τη φορά;
Δεν ξέρεις αν θες να του δοθείς. Μα ξέρεις πως θα σε χαρακώσει. Είναι βοριάς και πνεύμα μαζί. Λύκου άγριου με ψυχή παιδιού. Συνδυασμός που σου κόβει την ανάσα μα δεν θες να το δαμάσεις. Γιατί σαν σε κυριεύσει, ξέρεις πως θα κυριευθεί κι αυτός. Γιατί το θέλει. Γιατί το ’χει ανάγκη. Γιατί το λέει πίσω απ’ τις λέξεις του, πίσω απ’ τις ανάσες του, πίσω απ’ τις σιωπές του, πίσω απ’ το ειρωνικό του χαμόγελο.
Θα του πεις να φύγει και θα φύγει. ΄Η δεν θα του πεις τίποτα γιατί ξέρεις πως λόγια δεν χωράνε στο παντού. Το ξέρεις πως θα ξανάρθει να σου χτυπήσει την πόρτα ίδιος μα διαφορετικός. Και συ εκεί με δυο χαρακιές πάνω στο στήθος που τις έφτιαξες για να τις βλέπει εκείνος. Σαν νύχια θεριού που στάζουν αίμα. Σαν δόντια θύελλας που σε μαστίγωσε. Σαν άγγιγμα καταιγίδας που σε σάρωσε.
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και σπας τα ρολόγια σου. ΄Ασε τους άλλους να μετρούν. Χαμογελάς και δαγκώνεις τα χείλια σου με δύναμη. Νιώθεις την γεύση τους που την μοιράζεις σε όσους θες. Που την κάνεις να είναι σαν και σένα κάθε φορά. Με χρώμα, με άρωμα, με ήχο. ΄Εχει η γεύση ήχο; Δεν τον ακούνε όλοι και το ξέρεις. Γι’ αυτό γυρνάς πάντα με το κεφάλι σκυφτό. Επειδή κανείς τους δεν ξέρει ν’ ακούει. Κι αν λεν πως ξέρουν, τους σαρκάζεις βουβά.
Θες και δε θες. Φοβάσαι και δεν φοβάσαι. Τολμάς και δεν τολμάς. Ψάχνεις για μια ουσία μες το αποτέλεσμα. Μια σταγόνα ύπαρξης ανάμεσα στην σκόνη. Ένα κάτι στο τίποτα. ΄Η ένα τίποτα στο κάτι. Υπάρχει; Υπάρχουν αλήθειες; Υπάρχουν βλέμματα που τις λένε. Διαφορετικές κάθε φορά. Καλυμμένες αλλιώς. Σερβιρισμένες με έναν καινούργιο εαυτό κάθε φορά. Τις αντέχεις; Ναι. Όχι. Ίσως.
Κι άλλο ποτό αυτή τη νύχτα. Ρακή. Κρασί κόκκινο. Γλυκό. Να καίει τα σωθικά. Να γίνεται αντάρα. Να γίνεται ηφαίστειο. Κρύο στην αρχή, φωτιά στην κατρακύλα του. Λάβα σαν βγαίνει απ’ τους χυμούς σου. Λάβα που σε εξαγνίζει. Λάβα με χρώμα κόκκινο. Λάβα με κλάμα. Κι ένα δάκρυ ασημένιο. Σαν τρίχωμα αγριμιού…

Χωρίς επειδή




Να λοιπόν που το διπλό το ένα κοντεύει να βγάλει αέρα. Στης σπηλιάς την υγρασία, φτιάχνω τελετή προορισμού, αγναντεύοντας επιπόλαιες προςμονές. Είναι αλήθεια τελικά, πως τα βράχια στάζουν αλμυρό σκέπασμα όταν αφήνονται στον άνεμο της αγάπης. Όταν μεθούν με το ποτό του βάθους. Κι όταν ξαπλώνουν την υπόστασή τους χωρίς να αναρωτιούνται πώς κατάφερε ο χρόνος να καλύψει τις ρίζες τους.


Η υπεροχή, αγαπημένε μου ανέπαφε, έγκειται στην ουσία της διάστασης. Ενός σύμπαντος που φέρνει μέσα του τα γνωρίσματα της μετουσίωσης. Της λαχτάρας. Του ριζικού. Ερωτευμένοι με την απέθαντη γνώση της σπατάλης, ο δωδέκατος αυγερινός υποκλίνεται στην αλλαγή της πυγμής.


Αγαπώ σε, ανήθικε.


Χωρίς επειδή.


Ang.R


Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ


"Πρόσεχε καλέ μου!!!"Τα πόδια σου μετέωρα στην άκρη του γκρεμού, κοιτάς το χάος που ξεπροβάλλει...σκοτάδι.Δροσερή αύρα απαλά χαϊδεύει το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό σου, κάτι ανάλαφρο τυλίγει το κορμί σου...ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΕΠΛΑ...Γυρνάς αργά το κεφάλι τρομαγμένος...Στη λάμψη του ασημιού παρατηρείς δυο μάτια να σε κοιτάνε τρυφερά, σου γελάνε σχεδόν...Κινείσαι προς το φως...Ένα βήμα, ξαφνικό ρίγος...πίσω γκρεμός.Ψιθυρίζεις ένα αχνό "ευχαριστώ".Στέκει ακίνητη...Δεύτερο βήμα μπρος...Ζεις ένα όνειρο...ανάσα γρήγορη...δύο χείλη μισάνοιχτο λουλούδι...Δε γελάνε πια τα μάτια της...Μοιάζουν θυμωμένα...μοιάζουν θλιμένες λιμνούλες μετά τη βροχή... Τρίτο βήμα μπρος...ακούς το καρδιοχτύπι..."ΣΤΑΣΟΥ ΜΗΝ ΠΡΟΧΩΡΑΣ, ΘΑ ΧΑΘΕΙΣ!!!"Απλώνεις αποφασιστικά τα χέρια.Τα πέπλα σκίζονται σε χίλια κομάτια, αιωρούνται στον άνεο που ολοένα δυναμώνει.Το βλέμμα θολό, χείλη στεγνά...πυρκαγιά τυλίγει τον έρωτα, τον περικυκλώνει χωρίς διέξοδο φυγής...Σεισμός δονεί τη γη...Δε φτάνει αυτός ο κόσμος...Όχι ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ!!!
Λυσσομανά ο άνεμος στο δάσος απόψε, παγωνιά.Η κρυσταλλένια πηγή συνεχίζει ωστόσο την αστείρευτη ροή της.Το φεγγάρι δε βγήκε, το έκρυψε ο πόνος...Μια μαύρη πινελιά.Τα πλάσματα του δάσους σωπαίνουν.Δυο όμορφα μάτια κι ένα αέρινο μουσκεμένο πέπλο, κολλημένο στο γυμνό κορμί.Μαλλιά υγρά, χέρια δεμένα.Παλεύει να λυθεί.Τα βήματά του δε βρήκαν το μονοπάτι απόψε."ΦΕΓΓΑΡΟΓΕΝΝΗΤΗ!!!"ουρλιαχτό, μα κανείς τριγύρω...
Η σειρήνα δε λυγίζει στη γλυκιά φωνή του."Το δρόμο μόνος πρέπει να τον βρεις, να ανοίξεις την καρδιά σου να μπει άπλετο το φως...κι αν χρειαστεί να πέσεις στο γκρεμό, στα άδυτα του Άδη για να σωθείς...ΝΑ ΓΙΑΤΡΕΥΤΕΙΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑ..."Ασταμάτητα τα δάκρυά της συναγωνίζονται τη δυνατή βροχή...Ο πόνος του σπάει τη νεραϊδοκαρδιά. Μα παραμένει ακίνητη να κοιτά στο σκοτάδι.
Κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω...στο σκοτάδι...να φτιάξει ξανά το δρόμο...ΣΤΟ ΦΩΣ.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Love on fire..

Love on fire..

..Πιστεύουν και οι δύο ακράδαντα 
ότι σε μια στροφή της στιγμής
μ'ένα τερτίπι της η ζωή
με ψυχή τούς ένωσε.

Μια τέτοια βεβαιότητα 
είναι όμορφη, αλλά
η ένταση  του πάθους
στην κόψη της αλήθειας

είναι ακόμη πιο ωραία..
..διότι αν δεν ματώσεις
αγάπη δεν χωράς.

Να λες την αλήθεια..

Να λες την αλήθεια..

..ανεξάρτητα

απ'το τίμημα.

Θέλω να είμαι εδώ

και να ταξιδευω στην ομορφια ΜΑΖΙ ΣΟΥ.

ΑΥΤΟ ΘΕΛΩ.

Δεν είμαι ο άνθρωπος..

Δεν είμαι ο άνθρωπος..

..που μπορείς να συνηθίσεις
ούτε που θα υποτάξεις




είμαι η ψυχή που θα αφεθεί 
μόνο στης καρδιάς της 
το βαθύ θέλω..
με οποιο τιμημα.


Αυτό.-

Σε έχω βρεί..

Σε έχω βρεί..

..και τα χάνω



ένα όνειρο που δυναμώνει κάθε μου βήμα
μέσα στην ερημία των καιρών
και στην ερημιά των συν ανθρώπων,

Ένα όνειρο που δεν το φιλεύω στεναγμό
για να μη με κεράσει  άλλη πίκρα.


Πόσα γράφει η αγάπη ακόμα 
λόγια που καρδιές ματώνουν 
κι άλλα που βαθειά λυτρώνουν 

"Ουδέποτε αγαπάμε επειδή"

απλά γιατί έτσι....


Αγάπη μου..

Αγάπη μου..

..  η καλή εμφάνιση δε θα κρατήσει για πάντα 
   αλλά μπορώ να σου πω με σιγουριά 



 οτι θα σε κάνω να γελάς 
και θα σε ταξιδεύω κάθε μέρα 
στης καρδιάς 


το αναπόδραστο.