Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ξεκινήματα.... με αγάπη!



Υπάρχουν καλλιτέχνες όλων των ειδών. 
Μια κατηγορία που θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε 
είναι οι καλλιτέχνες της ίδιας της ζωής, που χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους
για να εκφράσουν το ανέκφραστο.
Χωρίς πινέλο, αποτυπώνουν τη ζωή με τα πιο ζωηρά χρώματα.
Χωρίς σμίλη, χαράζουν τη μαγεία της ύπαρξης.
Χωρίς κλίμακα, δημιουργούν μουσική για όλους μας.
Χωρίς καμιά χορογραφία, μπαίνουν στο χορό της ζωής.
Λ.Μπουσκάλια Γεννημένοι για την αγάπη


Μια τέτοια καλλιτέχνιδα θέλω να παρουσιάσω σήμερα. Που έκανε τη δικά της γωνιά. Το Απάγκιο της! Λέει πως δεν πιάνουν τα χέρια της  Μα για μένα είναι πολύ σπουδαία!
Ζωγραφίζει με τα κείμενά της. Συνθέτει μουσικές που μας ταξιδεύουν. Κεντάει με το λόγο της φίντες και λευκές δαντέλες! Ενώ είμαι σίγουρη πως έχω χορέψει μέσα από τις  πανέμορφα πλεγμένες ιστορίες της αμέτρητες φορές!
Τη λένε Μαρία Κανελλάκη. Και δεν έχει ιδέα για τη σημερινή παρουσίαση εδώ!
*
Ένα ακόμα ξεκίνημα με την πρώτη του μήνα! Το αγαπημένο μας Παιχνίδι με τις λέξεις από το TEXNIS STORIES ξεκίνησε το δεύτερο κύκλο του! Οι 5 λέξεις δόθηκαν και η διορία  είναι έως την Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου,7 το απόγευμα! Η ανυπομονησία έχει χτυπήσει κόκκινο! Εύχομαι να έχουμε την τύχη να διαβάσουμε αριστουργήματα!
Καινούργιος μήνας Καινούργια ξεκινήματα Κι εγώ βάλθηκα σήμερα πάλι να ζωγραφίζω! Σύντομα η συνέχεια....
Καλή σας μέρα Σας φιλώ  @ριστέα


Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Όλα είναι εδώ... αγάπη ελπίδα




Όλα είναι εδώ...Όπως τα άφησες...


Κι εγώ είμαι εδώ...Να σε σκέφτομαι...Να περιμένω τη στιγμή που θα έρθεις ξανά...


Όλα είναι εδώ...


Η πετσέτα που σκουπίστηκες, όταν κάναμε μπάνιο μαζί...Στη μπανιέρα δυο δυο...


Το ξυραφάκι που ξυρίστηκες...


Η μυρωδιά σου στα σεντόνια...


Οι φωτογραφίες σου να τις κοιτάζω...


Το χαμόγελο στα μάτια μου κι η φλόγα μέσα μου.


Νιώθω δυνατη.


Όλα είναι εδώ...


Όλα όσα νιώθω είναι εδώ...


Στα μάτια σου καθρεπτίστηκα...Μόνο εμένα κοιτούν.


Στα μάτια μου καθρεπτίζεσαι...Μόνο εσένα κοιτούν.


Αυτές οι δύο μέρες ήταν τόσο όμορφες...


Όλα τα ωραία κρατάνε λίγο...Το ξέραμε όπως κάθε φορά.


Στην αγκαλιά σου κούρνιασα...Μου χάιδευες τα μαλλιά...


Πόσο όμορφα...


Πόσο γεμάτη νιώθω...



Μου λείπεις...Ακόμα κι όταν είσαι εδώ...


Σου λείπω...Το ξέρω...



Τώρα ξέρω...Δεν έχω αμφιβολία...Για όσα νιώθεις...Ξέρω...Όλα είναι εδώ...Μέσα μου...

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα
...


Μες το κλειστό δωμάτιο της ψυχής μας υπάρχουν όλα.Αν ανοίξουμε τα μάτια και την καρδιά μας και δώσουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αγαπήσει και να αγαπηθεί.Χωρίς εγωιστικές απαιτήσεις και ψευτοεγωισμούς και ματαιοδοξίες.
Εγώ κι εσύ δώσαμε την ευκαιρία ο καθένας στον εαυτό του,κι οι δυο μας,να γίνουμε ευτυχισμένοι.
Θα είμαστε ευτυχισμένοι.Το ξέρεις και το ξέρω.Έχουμε ο ένας τον άλλο...


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

"Η πανσέληνος της απουσίας"


Την άλλη όψη του φεγγαριού, την σκοτεινή, ελάχιστοι την λογίζουν. Ίσως ο φόβος, ίσως η ανασφάλεια, ίσως πάλι η άγνοια, κομίζουν δύσκολη την εξερεύνηση στις βαθύτερες ρωγμές και στους κρατήρες. Μα εκεί που στενεύει το όριο, εκεί στο δυσδιάκριτο φαίνεται η θέληση, η εφυία αν θες για το αδύνατο, για την συνύπαρξη της ιδέας, την όσφρηση του αόρατου συναισθήματος εντός της σχάσης.
Να βλέπεις το ολόγιομο όταν δε σε βλέπει, να του λες λόγια όταν δε σ'ακούει, να απλώνεις τα χέρια σου όταν φεύγει, να το ζεις στην απουσία του.
Ταξιδεύω με την πανσέληνο που λείπει, και με τις αισθήσεις μου συλλέγω την αύρα που άφησε πίσω της. Μπορώ να την τυλίξω επάνω μου, να χορέψω μαζί της, μπορώ να την ρουφίξω, μπορώ ακόμη καλύτερα να την βάλω σε γυάλινο μπουκάλι ως κορυφαίο άρωμα να την έχω πάνδα πλάι μου, μα πιότερο μπορώ να την ζεστάνω με την τριβή της ψυχής μου, έτσι όπως είναι γυμνή.
Η ψυχή όταν τρίβετε μαλακώνει και ανοίγοντας το σεντούκι με τα εργαλεία της γίνεται ο κατάλληλος μάστορας για την οποιαδήποτε ρωγμή, ακόμη και στον βαθύτερο κρατήρα.
Εργαλεία;
Ναι εργαλεία, όπως μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια λέξη, μια κουβέντα ψιθυριστή, ένα χάδι, και όλα αυτά μέσα από την σιωπή της, κάτι σαν μακρά παύση της ανάσας ως την επόμενη, σε χρόνο όμως ταυτόσημο της κυκλικής αίσθησης του έρωτα που προσπαθεί να εγκαταλείψει την ύπαρξη του, την νύχτα της ανάστασης του.
Ετούτη η σιωπή, η συνοδοιπόρα εντός της απουσίας, παίρνει αξία αντιστρόφως ανάλογη του κενού που ηθελημένα άδειασε.
Έτσι λοιπόν δεν άντεξα και έβγαλα το χνάρι της ψυχής μου, το άπλωσα απαλά-μην την ξυπνήσω-πάνω στην άλλη όψη της σελήνης μου, και ήταν ολόιδιο, μα τόσο ίδιο που δεν μπόρεσα να το ξαναφέρω πίσω.

"Στον χρόνο του έρωτα"


....ο έρωτας μέγας ταξιδευτής σε φτιάχνει από τα πέρα, πριν ακόμη τον δεις, πριν τον μυρίσεις, πριν τον γευτείς....τούτος ο έρωτας, μια νυχτιά κοντοστάθηκε στον καθρέπτη να δει την όψη του, να πει τον πόνο του στο άλλο του μισό, και τον μόνον που αντίκρισε ήταν τον θάνατο του....όρισαν λοιπόν μονομαχία μεγάλη τρανή, ώστε να μείνει ένας....μα οι πληγές άνοιγαν έκλειναν ξανά και ξανά και τελειωμό δεν είχαν....και τότε εμφανίστηκε η μάνα τους η αγάπη και είπε να κατεβάσει την αυλαία....και σκότωσε τον θάνατο με έρωτα....
....κι έτσι μένοντας μόνος ο έρωτας, σκέφτεται το δύσβατο μονοπάτι του....λέει να βαδίσει, να τρέξει να χαθεί, να τραβήξει για την μοιραία συνάντηση που του άφησε στο μυαλό η μητέρα του η αγάπη, στο τελευταίο της κοίταγμα....τα χνάρια του στο έμπα της νύχτας τον καλούν να κοκαλώσει, να αδράξει και το χώμα κομμάτι απ΄τον ιδρώτα του, να ποτιστεί κι αυτό με αισθήσεις....
....παραδίπλα στο άνοιγμα, πορτοκαλί τριαντάφυλλο προσποιείται το σούρουπο, ξεγελώντας την τύχη του μήπως και δραπετεύσει από τον καμβά του θύτη....δεν μεγάλωσε για να γίνει μπουκιά φαρέτρας....ωστόσο ο ταξιδευτής το αισθάνεται και ζυγώνει σιμά του....
....άγαλμα πια, εμπρός στον πορτοκαλί παράδεισο, το κοιτά και του λέγει....να κλέψω το άρωμα σου ή να σε κόψω;....κι εκείνο μη μπορώντας να κρυφτεί να διαφύγει ή έστω να συλλαβίσει την υπεράσπιση του, παίρνει το θάρρος και γράφει στα λαμπερά του πέταλα έναν στίχο....

"η ελπίδα μου αγκάθι κι αντίδοτο
ρωγμή της ψυχής σου και δώρο"....

....και τότε ο χρόνος μαράζωσε, ελύγισε, κάηκε....λιώσαν οι δείκτες του κι έγιναν δάκρυ....κι εκείνος στο άγγιγμα πάγωσε....το ελάχιστο αίμα που του απέμεινε, βάφτηκε σούρουπο....κι έφτιαξε τότε μια εσάρπα από πορτοκαλί πέταλα και μια δυο κόκκινες αχνές κηλίδες αίμα, δώρο της μάνας του....κι έμεινε για πάντα εκεί, τυλιγμένος στο αγκάθι....να ποτίζει με το δάκρυ του, τούτο το μικρό, δικό του πορτοκαλί τριαντάφυλλο....


"Φέγγους όνειρα"


Τον δρόμο τον εχάραξε η πεθυμιά σου
αγκαλιά με του φέγγους τα υγρά τρέμουλα
και ήρθε, και ήρθες
κι έλειψε το σκότος ιδανικά
για να σου αφήσει την σφραγίδα του
χτύπα την, χτύπα με, είμαι
στα μάτια σου, στον παφλασμό τους
κέρασε με, του στήθους σου όνειρα
άλυτα όμως, άπιαστα
με πόνο ταπεινά νοτισμένο
στην μνήμη μου, στην μνήμη σου
στην ψυχή σου, ψυχή μου

....αφιερωμένο εκεί που βλέπω....

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ



Είναι οι στιγμές που το σώμα και η ψυχή εκτινάσσονται.
Είναι οι φορές που ο κόσμος, γίνεται στενός.
Είναι όταν τα συναισθήματα γίνονται κύματα και από το βυθό σε τινάζουν στον ήλιο.
Είναι ο έρωτας .
Προνόμιο για όσους τον ζήσανε. Ατέλειωτος χώρος ψηλάφησης γι αυτούς που τον ψάχνουν.
Αλήθεια η ενέργεια του έρωτα πόσα, δεν καταφέρνει.
Ο άνθρωπος αλλάζει σωματικά και ψυχικά.
Ζει διαφορετικά την κάθε μέρα του, το κάθε λεπτό. Δημιουργεί κάθε στιγμή.
Ο έρωτας ένα μίγμα πόθου, ζήλιας, πάθους, ηδονής, πόνου, χαράς, κυριεύει τον άνθρωπο και τον ανεβάζει ψηλά. Κι ο άνθρωπος ομολογεί είναι ίλιγγος ο έρωτας.
Οι ερωτευμένοι μένουν σφιχταγκαλιασμένοι πάνω στα φτερά του έρωτα και ταξιδεύουν στην ευτυχία .
Αυτά τα συναισθήματα, κανένας που τα γεύτηκε δεν θέλει να τα αποχωριστεί.
Γι αυτό κι οι άνθρωποι δίνουν όρκους παντοτινούς για τον έρωτα.
Είναι η κατάσταση που τους κάνει να νοιώθουν πως αναστήθηκαν και η ματιά τους για τον κόσμο είναι πια διαφορετική.
Στα μάτια του συντρόφου τους βλέπουν το σύμπαν κι όταν αγκαλιασμένοι φιλιούνται βρίσκονται να πετούν στο χάος. Σίγουροι και ελεύθεροι διαπερνούν κόσμους.
Ενεργοποιούν τη δύναμη της ψυχής τους και επικοινωνούν με τις πιο μυστηριακές δυνάμεις. Είναι οι δυνάμεις αυτές που μεταφέρουν το μυστικό της ζωής στη γη.
Στην περιπλάνηση αυτή των συναισθημάτων συναντούν τη λύτρωση, από κάθε υλικό φορτίο, γιγαντώνονται και γίνονται πλούσιοι ψυχικά.
Στον έρωτα όλα είναι μοναδικά και πρωτόγνωρα για όλους.
    
Έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νέάνιδος εννυχεύεις, φοιτάς δ’ υπερπόντιος εν τ’αγρονόμοις αυλαίς, καί σ’ούτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς ούθ’αμερίων σέ γ’ανθρώπων. Ο δ’έχω μέμηνεν.
Μετάφραση
Έρωτα, που δε γονάτισες ποτέ στον πόλεμο,
Έρωτα, που ορμάς και γεμίζεις την πλάση,
που στ’ απαλά τα μάγουλα της κόρης νυχτερεύεις,
που σεργιανάς τις θάλασσες και των ξωμάχων τα κατώφλια,
κανείς δε σου γλυτώνει μηδέ θνητός μηδέ αθάνατος.
φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις.
 Γράφει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη και μας δίνει την εικόνα του μεγαλείου του έρωτα.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Του ονείρου το καράβι

Αrt by Linda Robertson
Τις νύχτες που ο ύπνος αρνείται να με παραδώσει στις ''αγκάλες του Μορφέα'' και το καράβι της θύμησης αρμενίζει με την πλώρη μυτερή στο πέλαγος, που λέγεται Ζωή, αρχίζουν σαν ξωτικά να γυρνούν οι σκέψεις μου ολόγυρα.
Σκέψεις γλυκιές, πικρές, γλυκόπικρες, ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων ..
Κι 'αρχίζεις να αναζητάς έναν ήχο, να σπάσει σε χίλια κομμάτια την ησυχία της νύχτας, αλλά μόνο ο ήχος του ρολογιού μετράει το χρόνο της απουσίας.
Αrt by Fran Peppers
Αξαφνα, αλλάζουν όλα, ο καθρέπτης μου επιστρέφει το είδωλο-Ραγισμένο πρόσωπο-κι' όμως αυτό το κορίτσι αυτό το βλέμμα, έχει το βλέμμα μου, κοιτάζει αλλού, σαν να ψάχνει κάτι-κάτι άλλο-σαν να ελπίζει πως θα το βρει κάποτε.
Είναι σαν να μου ζητά να μπω στον κόσμο της, αυτόν που μόνο εκείνη μπορεί να βλέπει.
Στην ουσία,στ' όνειρο..
Αυτο το κορίτσι, έχει το βλέμμα μου, ψάχνει να βρει την αλήθεια, η φωνή της ζητάει να προσπεράσει τα ερείπια.
Μα τι κάνει;
Απλώνει τις μπογιές;
-Θέλω χρώματα <μου λέει>,βάλε χρώματα στον πίνακά μου πολλά.Πάρε το πινέλο και δείξε μου.
-Να σου δείξω; τι να σου δείξω;<είπα>
-Δείξε μου πως μπορείς να χρωματίσεις τη ζωή σου με όλα τα χρώματα, πασαλείψου απο ζωήκ kαι άσε υπολείμματα σε όλες τις γωνίες γύρω σου.
-Μη με κοιτάζεις έτσι αμίλητη<συνέχισε>ή μάλλον κοίταζε με, θέλω να νιώσω ο,τι σκέφτεσαι..Εχεις ένα ελεύθερο βλέμμα -Θέλεις να είσαι ελεύθερη-Μην απαντάς; το ξέρω..
-Θα'θελες να ήσουν μια άλλη, να ζούσες σε διαφορετική εποχή,  μην το αρνείσαι; το ξέρεις γι'αυτό σωπαίνεις..
-Κοίτα αυτό το μικρό κοριτσάκι με την κόκκινη κορδέλα στα ξανθά του μαλλιά, δε σου θυμίζει τίποτα;
 http://www.ourcottagegarden.com/uploads/calendar_girl0.jpg
''Χέρια πόδια στην αυλή
Ολοι κάθονται στη γη''
              Αγόρι 
-Ελα μωρέ με χτύπησες.
             Κοριτσάκι
-Δεν το ήθελα, με σπρώξανε.
             Αγόρι
-Ναι,καλά τώρα, κοίτα τα μπράτσα μου; μπορώ να σε δείρω, γιατί άμα θυμώνω αγριεύω.
          Κοριτσάκι
-Δε σε φοβάμαι, δε φοβάμαι κανέναν και τίποτα.
         Αγόρι
-Μπα, πολύ γενναία μας το παίζεις
πως σε λένε;
        Κοριτσάκι
-Μαρία, και είμαι ατρόμητη.
      Αγόρι
-Χα χα , τι ζωγραφίζεις εκεί;
     Κοριτσάκι
-Ενα καράβι, μ'αυτό θα ταξιδέψω όλο τον κόσμο όταν μεγαλώσω, θα γίνω καπετάνιος.
     Αγόρι
-Εισαι παλαβή νομίζω, αφού είσαι κορίτσι, δεν μπορείς χα χα.
    Κοριτσάκι
-Μπορώ...
    Αγόρι
-Καλά κοριτσάκι.
   Κοριτσάκι
-Καλά ''Κάπτεν '' να λες.
   Αγόρι
-Καλά το είπα εγω ό,τι είσαι παλαβή.. χα χα..
Girl with a Boat - by Mark Shasha
-<Λοιπόν>; ακόμα σκέφτεσαι τι θα ζωγραφίσεις;
Πάρε το πινέλο και βάλε τα χρώματα της ζωής σου.
-Ενα καράβι,<απάντησα>
Eνα Καράβι..
Το πρωί ξύπνησα με του Ηλιου το χάδι στο μέτωπο.
Πάνω στο κομοδίνο μου, σε μια κόλα χαρτί ήταν ζωγραφισμένο ένα Καράβι...
Παράξενη νύχτα  <σκέφτηκα>,
Δεν ξέρω αν όλα αυτά ήταν της φαντασίας μου ή απλά τα ονειρεύτηκα, σημασία έχει ό,τι τώρα ξέρω..
Με λένε Μαρία και είμαι ατρόμητη..(Μ.Λαμπράκη)




Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Συνομιλίες




Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ. Την ανάσα μου αναδεύω με το αίμα τους. Το μολυσμένο από βακτήρια ελπίδας. Το τόσο απελπισμένα μολυσμένο. Φορώντας τα εφτά πέπλα μου. Γύρω απ' τα κρεβάτια τους χορεύω. Απ' τους ορούς τους γύρω. Ως Σαλώμη σιωπηλή και μακάρια. Ξεπλένω τα πόδια τους τ' ασάλευτα. Μ' αφρούς κυμάτων σαράντα. Στα προσκεφάλια τους απιθώνοντας συγκομιδές. Ρίγανης και θυμαριού. Όλα τα βράδια. Που του Υπερίωνα η κόρη η ασημοστόλιστη κυκλοτερώς τον ουρανό διασχίζει. Όλα τα βράδια. Που σε κρατήρες καλυκόσχημους σμίγουν κρασί με αίμα. Τότε που τα στήθη τα βραχώδη αναστενάζουν. Τα σε χάλκινα σώματα βραχώδη στήθη. Τα σε δωμάτια πήλινα. Που του Τυφώνα και της Έχιδνας η κόρη η απεχθής φωτιές εκπνέει. Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ.

Τα βράδια σαν είμαι μόνη τρελαίνομαι. Βουτάω το καναρίνι μου μέσα απ' το κλουβί του. Με χέρια τρεμάμενα του στρίβω το λαιμό. Κοιτώ τ’ ορθάνοιχτα τ’ ασάλευτά του μάτια. Στοργικά κρατώ το θελκτικό κορμάκι. Πόνοι εξωμήτριοι. Το κάθε του φτερό. Το κάθε φαιό κύτταρό του. Πόνοι. Κύτταρα. Φτερά. Απ' την ανάσα μου ζωή του δίνω το πρωί. Ζωή απ' τη ζωή μου. Το πρωί πίσω το βάζω στο κλουβί. Κι ύστερα αποκοιμιέμαι. Πάνω στα φτερά του. Μέσα στις γαλάζιες δουνάβιες φλέβες του. Αποκοιμιέμαι το πρωί. Πάνω στα λουλούδια. Που μέσα τους πεταλούδες κατοικούν. Πάνω στα δέντρα. Που μέσα τους φωλιάζουν μέλισσες χρυσαφένιες. Το πρωί. Που μελίρρυτο στάζει των δέντρων το δάκρυ.

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη με τους μελλοθάνατους συνομιλώ. Το πρωί στα φτερά των πουλιών αποκοιμιέμαι.


Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Σαν πάγος, κοφτερό




Έτσι. Ξεκίνησε έτσι. Στην πραγματικότητα αυτό σε ξύπνησε και όχι το φως ή το ξυπνητήρι δίπλα στο αυτί σου μήπως και παρακοιμηθείς. Αυτό. Αυτές δηλαδή. Εκεί ήρθαν και σε κατοίκησαν. Σαν μοιρολογίστρες παρατάχτηκαν στα κυκλικά ερείπια του νου σου. "Πες μας" σου φώναξαν. Πες μας. Κι εσύ άκουσες "πιες μας". Μα σας πίνω, επεχείρησες να αντισταθείς. Σας πίνω. Κάθε μέρα σας κοινωνώ διαβάζοντας. Όχι όχι , και κουνάνε το κεφάλι πέρα δώθε χαμογελώντας, πες μας, πες μας, μίλα για μας, κατοικούμε στο κεφάλι σου και δεν έχει άλλο, δεν θα απαλλαγείς από μας αν δεν μας πεις. Και σε κοίταξαν μια μια με το αδυσώπητό τους βλέμμα, το βλέμμα εκείνο που τρυπάει, οι Λέξεις, σε κοίταξαν βαθιά και έτσι ξύπνησες. Με αυτό το βάρος. Από τις κατοικημένες λέξεις, από τις κατοικημένες έννοιες.
Άντε μετά να ξανάρθει ο ύπνος.
Οι ερινύες μου είναι κει, μαύρες μοιρολογίστρες. Με κατοικούν αλλά δεν ξέρω να τις αποδώσω. Να τους δώσω διέξοδο. Δεν ξέρω τίποτε, δεν ξέρω να γράφω ,είμαι αναλφάβητος.
Κι έπειτα είναι αυτό το κρύο που έρχεται από κάτω και σιγά σιγά ανεβαίνει. Και η βροχή, τσακ τσακ ασταμάτητα λες και το γκρίζο δεν στερεύει. Το κρύο που έρχεται σαν παγωμένος θάνατος στερεοποιημένος, προσωποποιημένος σε ένα χειμώνα απουσίας χρωμάτων. Τσακ τσακ λες και κάποιος σε στραγγίζει από ζωή για να την κάνει δάκρυα. Όχι, μην το πας σε γελοίους λυρισμούς, τούτο εδώ δεν έχει σχέση με λυρισμούς μα με εφιάλτες. Βρέχει βρέχει λες και δεν θα σταματήσει ποτέ. Ένα νεφελώδες παραπέτασμα σου κρύβει την ζωή. Λες και το κεντάνε αυτές, εκεί στα κυκλικά ερείπια.
Καλωσόρισες στον εφιάλτη σου, χειμώνιασε. Κι αυτόν τον ταφικό χώρο πώς να τον αντέξεις. Ούτε να μιλήσεις για αυτόν δεν θέλεις, γυρνάς το πρόσωπο. Τσαλακωμένο από εκφράσεις πρόσωπο. Κι από τον φόβο του κρύου που σου σκαρφαλώνει την ψυχή.
Γυρνάς από την άλλη, άλλη μια απόπειρα. Γελούν που παλεύεις να τις ξεχάσεις.
"πες μας" σου λένε σχεδόν τραγουδιστά. Γουργουρίζει το φωνήεν, το φονικό φωνήεν έψιλον. Κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα και τους ουρλιάζεις όχι , σας αρνιέμαι.
Απεταξάμην το έψιλον, βγάλτε το από μέσα μου αρκετά με κάρφωσε.
Κι έρχεται το κρύο σιγά σιγά από τα πόδια. Παγωμένο σα χέρι θανάτου. Ανεβαίνει. Όταν θα φτάσει στο μυαλό θα έχεις τελειώσει. Το συνειδητοποιείς, θα έχεις τελειώσει.
Τα κυκλικά ερείπια του Μπόρχες σε κυκλώνουν. Δεν είσαι το όνειρο μιας πεταλούδας, δεν είσαι καν το όνειρο ενός άλλου ανθρώπου. Είσαι το όνειρο του εαυτού σου που ήθελε να ζήσει.
Ξυπνάς.

Χωρίς αντίκρισμα





Μια σκιά στον καθρέφτη. Ένα σφίξιμο στο στήθος. Ένας κλεμμένος κτύπος στην πόρτα. Ένας άχρωμος παλμός. Ένα δάκρυ που δεν βγαίνει. Ένας ήχος φιμωμένος. Μια ξεψυχισμένη ορχήστρα. Ένα σύννεφο που δεν λέει να στύψει τον θάνατό του. Μια βροντή που ντρέπεται να υπάρξει.
.
.
.Μια αγωνία σ’ ένα χθες χωρίς αύριο. Μια λάμπα που δεν θέλει να ανάψει. Μια ένταση δίχως τέλος. Ένα κουτί με κίτρινα χάπια. Ένα μισοτελειωμένο ποτό. Ένας απόηχος κάποιου τρένου που σφυρίζει. Ένα ταξίδι για το πουθενά. Μια στάλα αίμα ξεψυχισμένο.
.
.
.
Δυο ξενύχτια χωρίς άρωμα. Μια νότα χωρίς ρυθμό. Μια άνοστη καταιγίδα. Ένα χρώμα φλύαρο. Μια σκέψη δίχως ηλεκτρισμό. Ένα σπασμένο υπόγειο. Τρεις σκουριασμένες αλυσίδες γύρω απ’ το λαιμό. Μια βρισιά χωρίς νόημα. Ένα βλέμμα σκοτεινό. Δυο χείλη κάτασπρα. Μια βλεφαρίδα λερωμένη. Μια άνοιξη πεταμένη.
.
.
.

Ένας σταθμός χωρίς διαβάτες. Μια λέξη δίχως φωνήεντα. Ένας λαβύρινθος στο πέλαγο. Ένα πανί χωρίς καράβι. Μια άμμος έξω απ’ την έρημο. Ένα αγρίμι χωρίς φωνή. Ένα ασήμι χωρίς ουρανό. Δυο φτερά χωρίς σώμα. Μια καρδιά σ’ ένα μαχαίρι. Μια πηγή που ξέχασε να στάξει χρόνο. Μια βροχή μονότονη.
.
.
.
Ένας έρωτας. Χωρίς αντίκρισμα.



.
.

Α όπως Aγριεύω...





Μωρό ακόμη κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ασυναίσθητα. Φαίνεται να το διασκεδάζει. Κι οι άλλοι από πάνω του χαμογελούν και του κάνουν χαρούλες. Ναι, είναι έξυπνο. Μάλιστα, φαντάζει πιο έξυπνο από τα άλλα μωρά της ηλικίας του. Κι αυτό, βγάζει φωνές, κραυγούλες και γελάκια...

Μεγαλώνει. Το ντύνεις, το χαϊδεύεις, του μιλάς, του παίρνεις παιχνίδια. Παίζετε μαζί. ΄Οσο μπορείτε. Όσο προλαβαίνεις (τι λίγο που είναι κάθε φορά. Και όλο λες πως την επομένη θα αφιερώσεις περισσότερο χρόνο...). Σου κρατάει το χέρι. Υπερήφανος βαστάς τα μικρά του δάχτυλα ανάμεσα στη χούφτα σου. Θες η στιγμή να έχει διάρκεια. Νιώθεις το βελούδο του μέσα στις γραμμές της ζωής σου...

Με την βροχή, το χιόνι, τον ήλιο, τον άνεμο, βγαίνετε και το μαθαίνεις να γεύεται τα στοιχεία της φύσης. Και τα αόρατα στοιχειά της. Του πλέκεις ιστορίες με μάγους και ξωτικά. Με δράκους και νεράιδες. «Μη...μη μωρό μου...μη κλαις...Ψέματα είναι. Ψέματα...». Του κάνεις αστεία με τις λούμπες απ’ τα λασπόνερα. «Τώρα θα σε ρίξω μέσα. Τώρα!» και τ’ ακούς να ξεκαρδίζεται. Φτερουγίζεις...

Πάει σχολείο και ζωγραφίζει τα γράμματα. Μαθαίνει λέξεις και ποιήματα. Συναντάει συνομηλίκους και φτιάχνει παρέες. Αρρωσταίνει. Τρελαίνεσαι. Γίνεται καλά. Πετάς. «Να διαβάζεις, αγάπη μου. Να μαθαίνεις...» και ξέρεις πως άλλα έχει στο νου. Καλά κάνει. Κι εσύ έτσι έκανες...

Εφηβεία. Κλαίει. Γελάει. Ξεχνάει. Θυμάται. Υποφέρει. Απογοητεύεται. Φωνάζει. Δοκιμάζει. Αντέχει; (Αντέχεις;), Φοβάται. (Φοβάσαι). Μεγαλώνει. (Μεγαλώνεις). Μιλάει. Βρίζει. Ιδρώνει. Συμβουλές; (Nα μη φαίνονται σα συμβουλές). Από κοντά. (Πόσο κοντά;). Ενημερώνεται. Επαναστατεί. Διαμαρτύρεται. Διαμαρτύρεται...

...Διαμαρτύρεται...

...Διαμαρτύρεται...

Φ για περισσότερο φως...

Τ για το δικαίωμα στην τρέλα...

Α για την δύναμη της αγάπης...

Ν για τη νιότη που κινεί βουνά...

Ε για τον έρωτα που σείει το σύμπαν...

Ι για τους ιριδισμούς του νερού στην άσφαλτο...

Π για το πνεύμα που μένει αθάνατο...

Ι για τα ιδανικά που πήγαν χαμένα και το ιώδιο που δεν πρόλαβες να του βάλεις στις πληγές...

Α για την απόγνωση. Για το άγγιγμα. Για τον άγγελο. Για το αίμα. Για το απόθεμα. Για την απελπισία. Για την αλήθεια. Για το άφθαρτο. Για την αμαρτία...

...Για τον Αλέξη. Για κάθε Αλέξη...

.........

.

Frank Sinatra My Way



Θα σε αναρτήσω...

Εσένα που λες πως σκέφτεσαι συνέχεια. Πως θέλεις πράγματα. Πως δίνεις. Πως προσφέρεις. Πως ονειρεύεσαι. Πως επιθυμείς. Πως δείχνεις. Με πράξεις. Με λόγια. Με βλέμματα...

Εσένα που ξεδιπλώνεσαι. Που νωχελικά κουνιέσαι στον καθρέφτη κοιτάζοντάς σε. Που χαμογελάς. Που δακρύζεις. Που καρδιοχτυπάς. Που προχωράς στη βροχή χωρίς να δέχεσαι την ομπρέλα κανενός...

Εσένα που έπαψες να πιστεύεις. Που θες να νιώσεις πως υπάρχει κάτι για να πιστέψεις. Που παρ’ όλα αυτά δεν δηλώνεις απελπισία. Που έχεις δύναμη να ανοίγεις ένα μονοπάτι ακόμη. Που ξεριζώνεις τα αγριόχορτα και φυτεύεις ανεμώνες. Που βυθίζεσαι σε σκοτάδια. Μα και που γελάς δυνατά...

Εσένα που έχεις αναμμένη την εστία σου. Που θες να υποδέχεσαι. Να καλοσωρίζεις. Μα και να διώχνεις. Με το βλέμμα στραμμένο στο εκεί. Που δείχνει κατεύθυνση. Που μουσκεύεις. Που αρνείσαι να στεγνώσεις. Που ξέρεις να φιλάς με πάθος. Που ερωτεύεσαι με δύναμη. Που απογοητεύεσαι οικτρά...

Εσένα που ντύνεσαι για να γδυθείς. Που γδύνεσαι ενώ ακόμη έχεις τα κουμπιά σου σφαλισμένα. Που αναστενάζεις. Που υποφέρεις. Που μεταδίδεις. Που λες ναι. Όχι. Ίσως. Που φοβάσαι. Που ανησυχείς υπερβολικά. Που χαϊδεύεις τις λέξεις. Που αγαπάς τα πρόσωπά τους. Τις ψυχές τους. Που λατρεύεις ότι λατρεύουν. Που προστατεύεις...

Εσένα που χάνεσαι. Που επαναπροσδιορίζεσαι. Που ακόμη γίνεσαι...

Θα σε αναρτήσω, εαυτέ μου. Κι ύστερα θα σε σταυρώσω. Όπως κάνω κάθε φορά που θέλω να βλέπω λίγες στάλες παραπάνω κόκκινο. Όπως ξέρω πως θ’ αναστηθείς ξανά. Γιατί δεν θες να γλιτώσεις από την λαχτάρα μιας ακόμη επερχόμενης ηδονής. Κι είμαι εδώ για να σου θυμίζω...


...πως στην επόμενη στροφή αν δεν με υποδεχτείς με χαμόγελο…

… θα σε γαμήσω!

Κι αυτή τη φορά δεν θα σ’ αρέσει...






.

Είσαι ακόμη εδώ, ε;




Το νιώθω. Το νιώθω πως είσαι ακόμη εδώ. Όπως εκείνη τη φορά που είχες καθίσει πάνω στο μοβ μου πάπλωμα. Και σου χαμογελούσα. Και με κοίταζες. Θυμάσαι που έσβησα τα φώτα, άναψα μικρά κεράκια και σου είπα να βολευτείς; Οι φλόγες τρεμόπαιζαν και τα βλέφαρά σου ανοιγόκλειναν. Η ανάσα μου κοντά σου. Και συ τόσο ήρεμος...

Είχα πει πως θα σου αφηγηθώ ένα απ’ τα παραμύθια μου. ΄Ετσι όπως τα αφηγούμαι στο θέατρο της σκιάς και που εσύ δεν έχεις έρθει ακόμη να με δεις. Πόσο θέλω να με δεις να λέω τα παραμύθια μου. Να φτιάξω μια παράσταση αποκλειστικά για εσένα. Να είναι σκοτάδι στη σκηνή, μα να βλέπω μόνο τα δικά σου μάτια να με κοιτούν. Θα λάμπουν και μέσα τους θα κοιτώ εμένα. Και θα δείχνω προς την κατεύθυνσή σου

Όμως εκείνη τη νυχτιά που σε είχα εδώ δεν πρόλαβα να σου πω το παραμύθι που ήθελα. Όλο κάτι άλλο συνέβαινε και «η νύχτα με τους ανέμους» έμεινε χωρίς τους ανέμους της. Πόσο μισή νιώθω σαν κάτι δεν ολοκληρώνεται. Πόσο μισή θα νιώθω πάντα επειδή κάτι παραπάνω θα ζητώ. Κι όσο και να λέω πως δεν...

...όλο θα...

...αχχχ... είσαι ακόμη εδώ, ε;
Δίπλα μου κι απόψε κι ας είσαι αλλού. Γιατί να είσαι όλο αλλού; Ξέρω πως δεν έχεις απαντήσεις. Ξέρω πως το δάκρυ μου που κυλά, το όνομά σου λέει. Όπως ξέρω πως θ’ αργήσει να στεγνώσει. Ξέρεις; Δεν θέλω να στεγνώσει...

...δεν θέλω...

Ακούω πάλι ένα τραγούδι. Ένα απ’ αυτά που μου θυμίζουν το πρόσωπό σου. Ή μάλλον...όχι...δεν μου θυμίζουν τόσο το πρόσωπό σου. Μου θυμίζουν την κίνηση που έκανες για να βάλεις τις νότες στο χέρι μου. Έτσι όπως τράβηξες το cd την ώρα που ακουγόταν απ’ το αυτοκίνητό σου – ναι...στην βόλτα που είχαμε πάει- και το έβαλες στις παλάμες μου. Δεν είπες τίποτα. Μόνο με κοίταξες και μου το έδωσες. Κι έχω μείνει να ακούω με τις ώρες το κομμάτι που παιζόταν εκείνη τη στιγμή...

Παθιάζομαι, το ξέρεις; Ναι...το ξέρεις. Με μουσικές, με εικόνες, με γεύσεις, με λέξεις, με σιωπές. Γιατί σιωπάς; Γιατί όταν είπα κάτι δεν το συμπλήρωσες; Γιατί; Βάσανο είναι. Το ξέρεις. Μα δεν θέλεις να κάνεις κάτι άλλο...

...δεν θέλεις (;)...

Είσαι ακόμη εδώ, ε;
Μη μου φύγεις. Μη...όπως και να είσαι. Όχι όχι. Δεν το απαιτώ. Ποτέ δεν απαιτώ. Ούτε το ζητώ. Απλά, το επιθυμώ. Μα...μου είναι αδύνατον να μη το λέω. Πνίγομαι σαν δεν το λέω. Θέλω να σ’ αγγίξω...Να σε χαϊδέψω...Να σου ψιθυρίσω...Μα...

...να ’σουν εδώ...

...αχ...μα...είσαι ακόμα εδώ, ε;
...ε;






.

Δεν κάνω χάρες εύκολα

 
 
 
Να γράψω λέει κάτι τρυφερό και αέρινο. Κάτι παραμυθένιο και κάτι πορτοκαλί. Κάτι κόκκινο και λίγο από γαλάζιο. Γιατί τελευταία γράφω σκληρά, αδιαπραγμάτευτα, ψυχρά και θυμωμένα.
Να του κάνω τη χάρη για να αλαφρώσω. Να μην είναι πλάκωμα, να μην είναι βαρύ, να μην είναι όπως είναι.
Χα!
Εντάξει. Θα το κάνω και γράφοντάς το θα κόβω αντιδράσεις μου. Θα το κάνω, ρε. Κοίτα.
...Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο. Κοίταξε τον ήλιο που καθρεφτιζόταν στην απέραντη θάλασσα. Γυμνή ανοιγόκλεινε τις βλεφαρίδες της χαμογελώντας και η λευκή απαλή κουρτίνα να χαϊδεύει το κορμί της έτσι όπως ο πρωινός απαλός άνεμος την έσπρωχνε πάνω της. Το στήθος της στητό με τις ρόγες της να σκληραίνουν στο φιλί του αέρα. Το σώμα της σφιχτό και τα μαλλιά της ξέμπλεκα, αφημένα έτσι όπως μόλις είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Τίποτα δεν την ένοιαζε. Απολύτως τίποτα. Και γιατί να την νοιάζει άλλωστε; Είχε τίποτα να κρύψει; Είχε για τίποτα ν’ αναρωτηθεί; Είχε για τίποτα να κλάψει; ΄Οχι αυτή. Όχι η συγκεκριμένη. ΄Αλλοι μπορεί να έχουν ένα σωρό αιτίες, ή στο τίποτα να βρίσκουν λόγους να σπαράζουν. Εκείνη ουδέποτε έκανε κάτι τέτοιο. Ακόμη και μες το μαύρο έβρισκε την γραμμή που θα της δείξει το φως.
Ο ήλιος σηκωνόταν αργά αργά και ανέβαινε ψηλά. Κι εκείνη καρφωμένη να τον κοιτάζει χωρίς να στρέφει το βλέμμα της από πάνω του. Εκεί έβλεπε τους τόπους που ήθελε να πάει και ήξερε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ’βρισκε ευκαιρία να τους βρει και να τους περπατήσει.
Γιατί; Γιατί σαν είσαι ερωτευμένος, μάτια μου, δεν έχεις να σκεφτείς το πώς. ΄Εχεις να σκεφτείς το «θα». Θα κάνω αυτό και θα κάνω το άλλο, και θα γίνει ετούτο και θα γίνει και το παραπέρα. Χωρίς όχι. Μόνο ναι. Ναι! Ναι! Ναι!
Μυρωδιά από Μάρτη και κείνη στο παράθυρο ακόμη. Γιατί να φύγει σήμερα από τούτο το παράθυρο; Είναι τόσο όμορφα τα χρώματα. Χρώματα που αντικατοπτρίζουν την ψυχή της. ΄Εχει σημασία η ηλικία της; ΄Εχει η ψυχή ηλικία; ΄Οχι δα! Σαν ξέρεις να γελάς, ξέρεις και να φτιάχνεις τον κόσμο. Αυτόν που ζεις,ναι. Οι ουτοπίες είναι γι’ αυτούς που τους πέφτει βαριά η ανατολή. ΄Οσοι μπορούν να την κοιτούν κατάματα, τι να κάνουν το πέταγμα στο αλλού;
Χάιδεψε τους ώμους της κι έπιασε το στήθος της. Μια ηλιαχτίδα το φίλησε. Την άφησε να την ζεστάνει. Σαν το άγγιγμα που της κάνει εκείνος όταν βρίσκονται μαζί. ΄Η κι ακόμα όταν δεν βρίσκονται. Γιατί το άγγιγμα έχει τη μοναδική ικανότητα να υπάρχει και πριν ακόμη το νιώσεις και να μένει κι αφού το γευτείς.
΄Εβγαλε μιαν ανάσα. Λεπτή, απαλή, ήσυχη. ΄Ανοιξε διάπλατα την κουρτίνα κι έκλεισε τα μάτια. Ο Μάρτης υπάρχει ακόμη και με τα μάτια κλειστά. Είν’ όμορφα όταν...
Θα μπορούσα να το συνεχίσω. Μα ξέρεις κάτι φιλαράκο; Κατά βάθος είμαι Απρίλης!

Μη μου κλαις




Είχε αγοράσει μια κόκκινη λάμπα και την έβαζε στο φωτιστικό του δωματίου του όταν εκείνη πήγαινε να τον επισκεφθεί.
Της έβαζε και μουσική να ακούγεται απ’ το lap top του που το ’χε πάνω στο μοναδικό του τραπεζάκι.



Είχε μάθει να ανοίγει και σαμπάνια. Είδε στο ίντερνετ οδηγίες. Είχε αγοράσει και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Για να πίνουν μαζί όταν εκείνη αποφάσιζε να ανέβει τα σκαλιά του διαμερίσματός του.


Απόψε του ’χε πει πως θα ’ρχόταν. Και κείνος έτρεμε. Μη κάνει κάτι λάθος και της χαλάσει τη διάθεση. Μη πει κάτι που εκείνη το παρεξηγήσει και σηκωθεί να φύγει. Κι αντί για τη ζέστη της του δώσει την ψυχράδα της. Πόσο καλά ήξερε να τα κάνει και τα δυο. Εκείνος όμως ήξερε το γιατί και την δικαιολογούσε. Πάντα την δικαιολογούσε.


Ακόμη και όταν το τηλέφωνό του χτύπησε και του ’πε να μην την περιμένει...
Επειδή απόψε έβρεχε... Κι ήθελε να περπατήσει στη βροχή. Μόνη...


Ξεβίδωσε την κόκκινη λάμπα και την έκρυψε στο συρτάρι του για ακόμη μια φορά. Χώθηκε στα σκεπάσματά του. Θα την περίμενε όταν εκείνη το αποφάσιζε.


Πόσο πια να κρατάει μια βροχή;



Νοητικές μεταμορφώσεις

Νοητικές μεταμορφώσεις

΄Ηπιε την άνοιξη γιατί ποτέ δεν την χώνεψε. Δεν ήθελε να την βλέπει γιατί του έριχνε ήλιο στα μάτια. Και αυτός τον ήλιο τον μισούσε. Η αύρα η ψυχρή που έπνεε το χάραμα τον έκανε να θυμάται πως ακόμα υπάρχει. Μα σαν σουρουπώνει, τότε είναι που ανασταίνεται και πάλι. Γιατί πλησιάζοντας η νύχτα φέρνει μαζί της τον χιτώνα που της άφησε απ’ τα χθες. Και λυτρωτικά τον φοράει, τον ντύνεται, τον κουμπώνει και τον αφήνει να τον μεταμορφώσει σ’ αυτό που μόνο εκείνος ξέρει πως είναι. ΄Ενας ξεχασμένος ήρωας του σκότους, ένας ζητιάνος της μαυρίλας, ένας εξερευνητής του μυστηρίου και της σαγήνης. Και με την φορεσιά του απλώνεται στα στενά και φωνάζει χωρίς τους ήχους να ακούγονται και να προδίδουν την ύπαρξή του. Μόνο τα πλάσματα που τον νιώθουν μπορούν να τον πλησιάσουν μα κι εκείνα δεν είναι πάντα τόσο τολμηρά. Γιατί η φρόνηση τα κάνει να σκέφτονται και δυο και τρεις φορές πως με την καταιγίδα παίζει κανείς δύσκολα παιχνίδια όταν εκείνη αποφασίζει να δείξει τη δύναμή της. Κι αυτός φοράει την καταιγίδα και σκορπίζεται χωρίς να υπολογίζει θεούς και δαίμονες. ΄Υστερα, με μια υποψία χαμόγελου να σκάει στο πρόσωπό του και μετά από ώρες περιπλάνησης που ούτε καν θυμάται τι μπορεί να έχει κάνει, γυρνάει την σελίδα του και νομίζει πως μπορεί να υπάρξει και αλλού. Μάταια όμως γιατί είναι καταδικασμένος να φορά παντού και πάντα τη νύχτα πάνω του…

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ

 
 
Παραδομένη ξανά σε μια ουτοπία διαλυμένη. Ένα όνειρο που γνωρίζοντας πως το δημιουργώ άρχισε να με τρώει χωρίς να το καταλαβαίνω. Και ’γω πλέκοντας τον ιστό του, αράχνη και ζωύφιο μαζί, να θέλω να ελευθερωθώ και ολοένα να χώνομαι μέσα του περισσότερο.
Ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα αφού εκ των προτέρων γνωρίζεις ότι το τέλος πλησιάζει; Και γιατί η απογοήτευση να είναι τόσο έντονη αφού την αισθανόσουν πως θα ’ρθει; ΄Ισως γιατί όταν αποφασίζει να έρθει τη στιγμή που δεν την ορίζεις και δεν την περιμένεις τότε να σου κακοφαίνεται. ΄Ισως επειδή όταν ο άλλος διαλέξει τι τίτλους θα της φορέσει και εσένα δεν σου κάνουν, γι’ αυτό και να χτυπιέσαι.
Κι όμως ξέρεις πολύ καλά πως στην ουσία όλα είναι τίποτα. Είναι στρόβιλος και κύμα και γαλάζιος κεραυνός που χτυπά απροειδοποίητα. Και συ θύτης και θύμα μένεις να τη βλέπεις να έρχεται πάνω σου και να σε παρασύρει ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό για να την αποφύγεις. Είτε γιατί δεν έχεις τη δύναμη να το κάνεις, είτε επειδή έχεις αυτήν την μαζοχιστική τάση να τη δεις να σε διαλύει. Και να κάθεσαι ακούνητος, ακλόνητος μ’ ένα χαζό χαμόγελο περιμένοντάς τη. Να σε χτυπήσει και να σε τσακίσει. Να σε τσαλαπατήσει και να σε λιώσει. Να σε κάνει να υποφέρεις και να γίνεις ένα με το χώμα. Και να μην θες να σηκωθείς. Και να μη θες ν’ αναθαρρήσεις. Και σαν αρχίσεις κάποια στιγμή την διαδικασία του να σταθείς ξανά, να ξαναμπείς εν γνώσει σου στο ίδιο τρυπάκι για να νιώσεις και πάλι χαμένος και αδύναμος. Ελπίζοντας πως κάποτε θα γίνεις πέτρα, μα γνωρίζοντας πως αυτή η στιγμή δεν θα ’ρθει ποτέ…