ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
[ Για τη μουσική]
Κάθισα
πλάι σε μια κοπέλα που η καρδιά μου αγαπάει, κι άκουγα τα λόγια της….Η
μαγευτική φωνή της Αγαπημένης μου μπήκε στην καρδιά μου. Τούτη είναι η
μουσική, ω φίλοι μου, γιατί την άκουσα μέσα απ’ τα στενάγματά εκείνης
που αγαπούσα…Με τα μάτια της ακοής μου, είδα την καρδιά της Αγαπημένης
μου.
Θεϊκή μουσική
Κόρη της ψυχής του Έρωτα
Δοχείο της πίκρας και της Αγάπης
Όνειρο της ανθρώπινης καρδιάς
Καρπέ της θλίψης
Ανθί της ευτυχίας, ευωδιά και
Μπουμπούκι της χαράς
Γλώσσα των εραστών
Που φανερώνεις μυστικά
Μάνα των δακρύων του κρυφού έρωτα
Εμπνεύστρια ποιητών…
Ενότητα σκέψης μέσα
Σε κομμάτια από λέξεις
Που παίρνεις ομορφιά
Και πλάθεις έρωτα
Κρασί της χαρούμενης καρδιάς
Μέσα στον κόσμο των ονείρων…
Ω μουσική
Στα βάθη σου αφήνουμε τις καρδιές
Και τις ψυχές μας
Εσύ μας δίδαξες να βλέπουμε με τ’ αφτιά μας
Και ν’ ακούμε με τις καρδιές μας.
(Χαλίλ Γκιμπράν, Η φωνή του δασκάλου, εκδ. Μπουκουμάνης)
ΑΔΩΝΙΣ
Ομόρφαινε με άμμο
Ομόρφαινε με λύκους κι άμμο
Ω Δαμασκηνή γυναίκα ανέμου
Φεγγάρι δεν έχω μήτε ρούχα
Κι όμως να κοιμάμαι αποτόλμησα
Μες στο νεκρό σαν όρμο πρόσωπό σου
Μέσα στο πρόσωπό σου που δόθηκε στον οδυρμό
Ω γλώσσα που δίχως να χαιρετάς
Στου λόγου το λιμάνι αγκυροβολείς!
Ω Δαμασκηνή γυναίκα του ανέμου!
Ο Ορφέας
Ερωτευμένος, κυλάω σαν πέτρα
Μες στου Άδη το ζόφο
κι όμως φεγγοβολώ
με τις μάγισσες θα ανταμωθούμε
στην κλίνη του παλιού θεού
άνεμοι που ταράζουν τη ζωή τα λόγια μου
σπινθήρες τ’ άσματά μου
είμαι η γλώσσα κάποιου ερχόμενου θεού
ο γητευτής του κουρνιαχτού.
(Άδωνις, Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, εκδ. Άγρα)
Μαχμούντ Νταρουίς
ΡΙΤΑ
Ένα όπλο χώρισε τις ματιές μας
Τη Ρίτα αν γνωρίζει κανείς
γονατίζει και προσεύχεται για τα μελί της μάτια.
πόσο θυμάμαι όταν φίλησα τη Ρίτα σαν ήταν μικρή
Και θυμάμαι πως κρεμάστηκε πάνω μου
Η όμορφη μικρή γέμησε την αγγαλιά μου
Και θυμάμαι τη Ρίτα όπως θυμάται το σπουργίτι τη φωλιά του
Aχ Ρίτα ανάμεσα μας πια εκατομμύρια σπουργίτια και μια εικόνα και πολλές ημερομηνίες
Το όπλο την πυροβόλησε
Το όνομα Ρίτα ήταν μια γιορτή στο στόμα μου
Το σώμα της ήταν ένα γαμήλιο γλέντι στο αίμα μου
Και χάθηκα για δύο χρόνια με τη Ρίτα
Στην αγκαλία μου χάθηκε δύο χρόνια
Και υποσχεθήκαμε
Ο ένας στον άλλο
Πάνω στο πιο όμορφο κανδήλι
Και καϊκαμε και καϊκαμε και καϊκαμε και καϊκαμε
Μέσα στο κρασί δύο χειλιών
Γεννηθήκαμε πάλι
Aχ Ρίτα αχ Ρίτα
Τι πήρε τα μάτια μου
Μακρυά από τα δικά σου
Εκτός από δύο μυστικά
Και τα μελί σου μάτια
Πρόβαλε το όπλο
Μια φορά κι έναν καιρό ω σιωπή της νύκτας
Το φεγγάρι μου έδιωξε μακριά
Το πρωί
Τα μελί της μάτια
Τη Ρίτα αν γνωρίζει κανείς
γονατίζει και προσεύχεται για τα μελί της μάτια.
πόσο θυμάμαι όταν φίλησα τη Ρίτα σαν ήταν μικρή
Και θυμάμαι πως κρεμάστηκε πάνω μου
Η όμορφη μικρή γέμησε την αγγαλιά μου
Και θυμάμαι τη Ρίτα όπως θυμάται το σπουργίτι τη φωλιά του
Aχ Ρίτα ανάμεσα μας πια εκατομμύρια σπουργίτια και μια εικόνα και πολλές ημερομηνίες
Το όπλο την πυροβόλησε
Το όνομα Ρίτα ήταν μια γιορτή στο στόμα μου
Το σώμα της ήταν ένα γαμήλιο γλέντι στο αίμα μου
Και χάθηκα για δύο χρόνια με τη Ρίτα
Στην αγκαλία μου χάθηκε δύο χρόνια
Και υποσχεθήκαμε
Ο ένας στον άλλο
Πάνω στο πιο όμορφο κανδήλι
Και καϊκαμε και καϊκαμε και καϊκαμε και καϊκαμε
Μέσα στο κρασί δύο χειλιών
Γεννηθήκαμε πάλι
Aχ Ρίτα αχ Ρίτα
Τι πήρε τα μάτια μου
Μακρυά από τα δικά σου
Εκτός από δύο μυστικά
Και τα μελί σου μάτια
Πρόβαλε το όπλο
Μια φορά κι έναν καιρό ω σιωπή της νύκτας
Το φεγγάρι μου έδιωξε μακριά
Το πρωί
Τα μελί της μάτια
Φαϊρούζ
[Κοίτα]
Κοίτα…πόσο απέραντη η θάλασσα..
τόσο σ’ αγαπώ…
Κοίτα πόσο απέραντος ο ουρανός…τόσο σ’ αγαπώ..
Σε περίμενα… σε λαχταρούσα
το όνομα σου έγραφα στους δρόμους μου…
Σε περίμενα ένα χρόνο… πόσο μεγάλος ο χρόνος…
Ρώτα τα φύλλα της αμυγδαλιάς… το πόσο σ’ αγαπώ
Σ’ έβλεπα πάντα, σαν έβγαινες μέσα από τα φύλλα της…
Δες πόσο μικρό είναι το δάκρυ..
Ήμουνα ένα μικρό δάκρυ στο δρόμο σου…
Ένα κερί θα ανάψω..
και θα σ’ αγαπώ για πάντα…
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Για τα παιδιά
Και μια γυναίκα που βαστούσε ένα μωρό στην
αγκαλιά της είπε: Μίλησε μας για τα παιδιά.
Και είπε αυτός (ο προφήτης):
Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής
για τον εαυτό της.
Έρχονται στον κόσμο μέσα από σας
αλλά δεν προέρχονται από εσάς
και παρότι είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.
Mπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας
όχι όμως τις σκέψεις σας
Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.
Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους
όχι όμως την ψυχή τους.
Γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο
που εσείς δεν μπορείτε να το επισκεφτείτε
ούτε καν στα όνειρά σας.
Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε
μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν.
Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω
ούτε μένει στο χτες.
Eίστε τα τόξα απ’ τα οποία τινάζονται
σαν ζωντανές σαϊτες τα παιδιά σας.
Ο τοξότης βλέπει στόχο στη γραμμή του Απείρου
και σας λυγίζει με τη δύναμή Του ώστε οι σαϊτες Του
να φύγουν γοργά και να φτάσουν μακριά.
Δεχτείτε το λύγισμά σας στα χέρια Του με χαρά.
γιατί αυτός, όπως αγαπά τη σαϊτα που εκτοξεύεται
αγαπά και τόξο που είναι σταθερό
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο προφήτης, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Για το γάμο
Τότε η Αλτμίρα μίλησε πάλι και είπε
και για το γάμο, κύριε;
Και αυτός απάντησε λέγοντας:
Γεννηθήκατε μαζί και μαζί θα είστε για πάντα.
μαζί θα είστε όταν οι λευκές φτερούγες του θανάτου
σκορπίσουν τις ημέρες σας.
Ναι, θα είστε μαζί ακόμα και στη σιωπηλή θύμηση του Κυρίου
αφήστε όμως χώρο ανάμεσά σας.
Κι αφήστε τους ανέμους των ουρανών να χορέψουν εκεί.
Αγαπήστε ο ένας τον άλλον αλλά μην κάνετε
την αγάπη αλυσίδα να σας δένει:
Αφήστε την καλύτερα να σαλεύει σαν θάλασσα
ανάμεσα στα ακρογιάλια των ψυχών σας.
Γεμίστε ο ένας το ποτήρι του άλλου
όμως μην πίνετε από το ίδιο ποτήρι.
Δώστε ψωμί ο ένας στον άλλον
όμως μην τρώτε από το ίδιο καρβέλι.
Τραγουδήστε, χορέψτε μαζί, χαρείτε, αφήστε
όμως τους εαυτούς σας να είναι ο καθένας μόνος του.
Οι χορδές του λαούτου είναι μόνες
και όμως πάλλονται στην ίδια μελωδία.
Δώστε τις καρδιές σας, χωρίς όμως να γίνει
φύλακας ο ένας στην καρδιά του άλλου.
Γιατί μόνο το χέρι της Ζωής μπορεί να τις φυλάξει.
Και σταθείτε πλάι ο ένας στον άλλον
αλλά όχι πολύ κοντά:
Γιατί και οι κολόνες του ναού
στέκουν ξέμακρα η μια απ’ την άλλη.
Κι η δρυς και το κυπαρίσσι
δε μεγαλώνουν το ένα στη σκιά του άλλου.
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο προφήτης, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Για την αγάπη
[…] Όταν η αγάπη σε καλέσει , ακολούθησέ την
Αν και τα μονοπάτια της είναι δύσβατα κι απότομα.
Κι όταν οι φτερο ύγες της σε τυλίξουν, παραδόσου σ’ αυτήν
Αν και το ξίφος που κρύβουν μέσα τους
μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει πίστεψέ την.
αν και η φωνή της μπορεί να σαρώσει τα όνειρά σου
όπως ο βοριάς σαρώνει το περιβόλι.
Γιατί ακόμα κι όταν η αγάπη σε στεφανώνει
σε καρφώνει στο σταυρό. Ακόμα κι όταν
σε βοηθάει να φουντώσεις, σε κλαδεύει.
Ακόμα κι όταν φτάνει στην κορφή σου
και χαϊδεύει τα φτερά σου
κλαδάκια που τρεμουλιάζουν στον ήλιο
κατεβαίνει στις ρίζες σου
και τις τραντάζει βαθιά σο χώμα.
Η αγάπη σε στοιβάζει πάνω της σα θημωνιά.
Και αφού σε τινάξει για να σε γυμνώσει
και σε λιχνίσει για να βγάλει από πάνω σου το χνούδι
και σε αλέσει για να γίνεις κατάλευκος
και σε ζυμώσει μέχρι να μαλακώσεις
σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της να γίνεις άρτος
ιερός για το ιερό γεύμα του Θεού.
Όλα αυτά η αγάπη τα κάνει για να γνωρίσεις
τα μυστικά της καρδιάς σου, και μέσα
απ’ αυτή τη γνώση να γίνεις ένα κομμάτι
της καρδιάς της ζωής.
αν, όμως, μες στο φόβο σου, ψάχνεις μες στην
αγάπη μονάχα ηρεμία και χαρά
τότε σκέπασε καλύτερα τη γύμνια σου
και βγες από το αλώνι της.
για να μπεις σ’ ένα κόσμο δίχως εποχές
όπου θα γελάς αλλά όχι με όλο σου το γέλιο
και θα κλαις αλλά όχι με όλα σου τα δάκρυα.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα, παρά μόνο τον εαυτό της
και δεν παίρνει από πουθενά, παρά μόνο από τον εαυτό της.
Η αγάπη δε θέλει να κατέχει και δε θέλει να κατέχεται
γιατί στην αγάπη η αγάπη είναι αρκετή.
Όταν αγαπάς δεν πρέπει να λες: «Ο Θεός είναι
στην καρδιά μου» αλλά μάλλον:
«Εγώ είμαι στην καρδιά του Θεού».
Και μην πιστέψεις ποτέ πως μπορείς να
κατευθύνεις την αγάπη, γιατί η αγάπη
κατευθύνει εσένα, αν σε κρίνει άξιο.
Η αγάπη δεν έχει άλλον πόθο από την αυτοεκπλήρωση
αν όμως εσύ την αγαπάς πρέπει να έχεις πόθους
οπωσδήποτε, κάμε αυτοί να είναι οι πόθοι σου:
Να λειώνεις και να κυλάς σαν μικρό
κελαρυστό ρυάκι μες στη νύχτα.
Να ξέρεις καλά τον πόνο της πολλής τρυφεράδας.
Να σε πληγώνει η δική σου κατανόηση της αγάπης.
Και να ματώνεις πρόθυμα και με χαρά.
Να σηκώνεσαι το χάραμα με καρδιά ανάλαφρη
και να ευχαριστείς που θα αγαπάς μια μέρα ακόμη.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να
συλλογίζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να γυρνάς στο σπίτι το απόβραδο γεμάτος ευγνωμοσύνη
Και τέλος, να πλαγιάζεις στο κρεβάτι σου με μια
προσευχή για τον αγαπημένο ή την αγαπημένη
σου, και με έναν ύμνο στα χείλη σου.
Χαλίλ Γκιμπράν, Ο προφήτης, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Νυχτερινά τραγούδια
Σιωπηλή είναι η νύχτα, μα στης σιωπής τον μανδύα
τα όνειρα κείτονται σ’ απαντοχή.
Ψηλά αρμενίζει το φεγγάρι.
Τ’ άγρυπνα μάτια του
Τις μέρες παρατηρούν, που φεύγουν.
Άσε μα να σε πάρω, κόρη των αγρών,
στον αμπελώνα του έρωτα.
Το κρασί που θα πιούμε
θα σβήσει της πεθυμιάς τις φλόγες.
Δεν ακούς το αηδόνι στους αγρούς που γλυκοτραγουδά;
Η ανασαιμιά των λόφων γέμισε τον ουρανό,
ανάσα τους των βοτανιών το μύρο.
Δε χρειάζεται να φοβάσαι, Αγαπημένη μου,
ποτέ τα αστέρια εκεί ψηλά δεν είπαν όσα ξέρουν.
Της νύχτας οι πυκνές ομίχλες, που στροβιλίζονται,
σ’ αυτούς τους αμπελώνες,
θα σκεπάσουν τα μυστικά μας.
Δε χρειάζεται να φοβάσαι,
η νύφη του πνεύματος θα βγει από τη μαγική σπηλιά της.
Σε μεθυσμένο αφέθηκε ύπνο, αθώρητη απ’ όλα,
εκτός απ’ των ουρί τα μάτια.
Στον βασιλιά του πνεύματος, σαν θα περάσει,
το πάθος ας προσφέρει τη δέουσα λατρεία.
Ερωτευμένος κι αυτός, όπως εγώ,
Δε θα τιμωρήσει τον έρωτα, γιατί το ίδιο φλέγεται.
Χαλίλ Γκιμπράν, Η Αγαπημένη, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Τραγούδια της ομορφιάς
Είμαι ο οδηγός του έρωτα.
Είμαι το κρασί της ψυχής, η τροφή της καρδιάς.
Είμαι το λουλούδι που άνοιξε την καρδιά σου ό-
ταν η μέρα ήταν ακόμα νέα. Ένα κορίτσι με πήρε,
με φίλησε και μ’ έβαλε στο στήθος του.
Είμαι η κατοικία της ευδαιμονίας, η πηγή της χαράς.
Είμαι η αρχή της ανάπαυσης, το συνεσταλμένο
χαμόγελο στα χείλη της παρθένας. Ο νέος με θω-
ρεί και ξεχνά τους συντρόφους του. Η ζωή του γί-
νεται παλκοσένικο ηδονικών ονείρων.
Είμαι η έμπνευση των ποιητών, ο οδηγός των
καλλιτεχνών, ο δάσκαλος των μουσικών.
Είμαι το βλέμμα στα μάτια του βρέφους. Η
στοργική μητέρα το βλέπει, γονατίζει ευλαβικά και
δοξάζει το θεό.
Εμφανίστηκα στον Αδάμ με το κορμί της Εύας
και τον έκανα σκλάβο.
Εμφανίστηκα στον Σολομώντα με τη μορφή της
αγαπημένης του και τον έκανα σοφό και ποιητή.
Χαμογέλασα στην Ελένη κι η Τροία καταστράφηκε.
Έστεψα την Κλεοπάτρα κι ο έρωτας πλημμύρι-
σε η κοιλάδα του Νείλου.
Εγώ σαν το χρόνο, χτίζω τη μέρα και γκρε-
μίζω συθέμελα την εσπέρα.
Είμαι ο θεός, μοιράζω τη ζωή και το θάνατο.
Είμαι πιο απαλή απ’ τον στεναγμό του ανθού
της βιολέτας, πιο σκληρή από την καταιγίδα.
Είμαι η πραγματικότητα, ω άνθρωποι!
Είμαι η πραγματικότητα και είμαι η καλοσύνη
που δεν γνωρίζετε.
Χαλίλ Γκιμπράν, Η Αγαπημένη, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Η ζωή του έρωτα
Άνοιξη
Έλα αγαπημένη μου, να περπατήσουμε
ανάμεσα στα ερείπια, τα χιόνια έλιωσαν. Η
ζωή σαλεύει στην κλίνη της και στροβιλίζεται
σε λόφους και κοιλάδες.
Έλα να περπατήσεις μαζί μου, ν’ ακολουθή-
σουμε τα βήματα της άνοιξης στο μακρινό λιβάδι.
Έλα, πάμε στα βουνοκορφές, να δούμε γύρω
μας τους κάμπους που ξετυλίγονται σαν πράσινα
κύματα.
Γιατί η άνοιξη ξετύλιξε το ρούχο που είχε τυλί-
ξει η νύχτα το χειμώνα. Το φορούν οι δαμασκη-
νιές και οι μηλιές, στολισμένες σαν νύφες την Ά-
για Νύχτα. Τα δέντρα στους κήπους αποτίναξαν το
λήθαργό τους. Τα κλαδιά τους αγκαλιάζονται σαν
μια παρέα εραστών. Τα ποτάμια κυλούν χορεύο-
ντας ανάμεσα στις πέτρες κι αντιλαλούν τραγούδια
της χαράς. Τα λουλούδια πρόβαλαν απ’ την καρδιά
της φύσης όπως ο αφρός πάνω στη θάλασσα.
Έλα, ας πιούμε τα τελευταία δάκρυα της βρο-
χής από το κύπελλο του νάρκισσου, ας γεμίσουμε
τις ψυχές μας με τα τραγούδια των κορυδαλλών.
Τώρα είναι η στιγμή ν’ ανασάνουμε βαθιά το άρω-
Μα της ανοιξιάτικης αύρας.
Ας καθίσουμε πλάι στην πέτρα που κρύβει τη
βιολέτα, ν’ αλλάξουμε φιλιά ερωτικά.
Χαλίλ Γκιμπράν, Η Αγαπημένη, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Στο όνομα του θεού, καρδιά μου
Στ’ όνομα του θεού, καρδιά μου,
κρύψε το πάθος σου.
Καλύτερα τον καημό σου να κρατάς κρυφό
από κείνους που σε βλέπουν.
Όποιος φανερώνει μυστικά
γίνεται ένα με τον ανόητο.
Σιωπή και μυστικότητα
είναι προτιμότερες για κείνον που αγαπά.
Στ’ όνομα του θεού, καρδιά μου, αν κάποιος
σε ρωτήσει, κράτα κρυφό αυτό που μου συμβαίνει.
Αν σε ρωτήσουν, καρδιά μου,
«Ποιον λαχταρά»;
Πες: «Εκείνη τώρα ξελόγιασε έναν άλλο
κι εκείνος δεν τη συλλογιέται πια».
Στ’ όνομα του θεού, καρδιά μου, κρύψε τη φλόγα σου.
Ξέρεις πως η αρρώστια τούτη σε εξάντλησε.
Ο έρωτας ανάμεσα στα πνεύματα
είναι σαν το κρασί στην κούπα.
Πώς είναι, δείχνει, νερό,
μα στην πραγματικότητα είναι ζωή.
Στ’ όνομα του θεού, καρδιά μου,
αμπάρωσε τις έγνοιες σου.
Θα είσαι ασφαλής,
ακόμα κι αν αγριέψουν οι θάλασσες,
κι αν πέσουν τα ουράνια.
Χαλίλ Γκιμπράν, Η Αγαπημένη, εκδ. Printa
Χαλίλ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Λόγια του έρωτα
Σ’ ένα σπίτι μοναχικό, ένας νέος, στη χαραυγή της ζωής, καθόταν
κοιτάζοντας πότε έξω από τα παράθυρο, τον αστροφώτιστο ουρανό, πότε
μπροστά του, το πορτραίτο ενός κοριτσιού…Το πορτραίτο της γυναίκας του
μιλούσε μυστικά…μετατρέποντας την ύπαρξή του ολάκερη σε πλήθος καρδιές
που τις φώτιζε ο έρωτας και τις κατέκλυζε η λαχτάρα.
Πέρασε
έτσι μια ώρα, που φάνηκε σαν στιγμή σ’ ευχάριστο όνειρο, σαν ένας
χρόνος μέσα στην αιωνιότητα. Στο τέλος, ο νέος έβαλε μπροστά του το
πορτραίτο, πήρε πένα και χαρτί, και έγραψε;
«Αγαπημένη της ψυχής μου!
Οι μεγάλες αλήθειες, που υπερβαίνουν τη φύση, δεν μεταφέρονται από
άνθρωπο σε άνθρωπο με το συνηθισμένο εκφραστικό μέσον του λόγου.
Επιλέγουν μάλλον τη σιωπή σαν μονοπάτι ανάμεσα στις ψυχές.
Ξέρω καλά πως η σιωπή τούτης της νύχτας πέφτει ανάμεσα στις ψυχές μας
φέρνοντας μηνύματα πιο περίπλοκα απ’ το μήνυμα των λέξεων που γράφει η
ανοιξιάτικη αύρα στο πρόσωπο του νερού.
Απαγγέλει
το βιβλίο των δυο καρδιών μας στις δυο καρδιές μας. Μα, όπως ο θεός
επιθυμεί να φυλακίζει τις ψυχές στα σώματα, έτσι κι ο έρωτας θέλησε να
με κάνει δεσμώτη των λέξεων.
Λένε, Αγαπημένη, πως ο έρωτας μεταμορφώνεται μέσα στους πιστούς του σε
μια αδηφάγα φωτιά. Έχω ανακαλύψει πως η ώρα του αποχωρισμού δεν μπόρεσε
να χωρίσει την ουσία των δυο πνευμάτων μα, με τον ίδιο τρόπο που
ανακάλυψα από την πρώτη μας συνάντηση πως η ψυχή μου γνώριζε τη δική σου
σε όλη τη διάρκεια των αιώνων, πως η πρώτη ματιά μου πάνω σου δεν ήταν
στην πραγματικότητα η πρώτη ματιά, Αγαπημένη!…
Αγαπημένη μου, θυμάσαι που καθόμασταν σ’ εκείκον τον κήπο και
κοιταζόμασταν στα μάτια; Το ‘νιωθες άραγε πως τα βλέμματά σου μου έλεγαν
ότι ο έρωτάς σου για μένα δεν πήγαζε από τον οίκτο; Εκείνα τα βλέμματά
μου έλεγαν πως μπορούσα να πω στον εαυτό μου και σ’ όλο τον κόσμο πως το
δώρο που πηγή του είναι η δικαιοσύνη είναι πολυτιμότερο από το δώρο που
δίνεται από ελεημοσύνη, πως ο έρωτας που είναι δημιούργημα των
περιστάσεων είναι σαν το στάσιμο νερό.
Μπροστά μου, Αγαπημένη μου, ανοίγεται μια ζωή που θέλω να την κάνω
σπουδαία και όμορφη, μια ζωή που θα πάρει μια θέση στη μνήμη των
ανθρώπων, μια ζωή που θα είναι άξια του σεβασμού και της αγάπης τους.
Αυτή η ζωή άρχισε, όταν σε συνάντησα. Είμαι πεισμένος πως είναι αιώνια,
γιατί πιστεύω πως μπορείς να ελευθερώσεις μέσα μου τη δύναμη που μου
εμπιστεύτηκε ο θεός. Είναι μια δύναμη που θα την εκδηλώσω με σπουδαία
λόγια και πράξεις, ακριβώς όπως ο ήλιος μεγαλώνει τα μυρωδάτα
αγριολούλουδα στο λιβάδι. Έτσι, η αγάπη μου θα συνεχιστεί σε μένα και
στις γενιές που θα ‘ρθουν εξαγνισμένη από το εγωισμό που θα μπορούσε να
τη διογκώσει, εξυψωμένη πάνω από τον ξεπεσμό που θα την περιόριζε μόνο
σε μένα».
Ο νέος σηκώθηκε και περπάτησε αργά μέσα στην κάμαρα. Κοίταξε έξω από το
παράθυρο και είδε ότι το φεγγάρι είχε σηκωθεί πάνω από τον ορίζοντα και
γέμιζε τώρα τον ουρανό με τις χλωμές του αχτίδες. Ξαναγύρισε και έγραψε
στο γράμμα:
«Συγχώρα με, Αγαπημένη, που σου μιλάω με το ‘συ’. Είσαι όμως το άλλο
ακριβό μισό μου που το έχασα την ίδια στιγμή που βγήκαμε μαζί από το
χέρι του θεού. Συγχώρα με, Αγαπημένη μου!».
Χαλίλ Γκιμπράν, Η Αγαπημένη, εκδ. Printa
Άγνωστος Άραβας ποιητής
Το χαμόγελό της
Όταν της ζητώ την εύνοιά της, εκείνη δεν κάνει
τίποτε άλλο παρά να χαμογελά με κατεβασμένα μα-
τια. Τι να προσμένω από μιαν αγάπη τόσο επικίνδυνη;
Γνωρίζει τη δύναμη του γέλιου της. Πώς να της από-
κρύψω πώς την αγαπώ;
Είσαι το σύμπαν μου, με τους λόφους και τους
κήπους του, με τις πηγές και τα τροφαντά σπαρτά
του. Ήθελα να ‘χα χίλια στόματα, ήθελα να ‘χα τη
χάρη ποτέ να μην κοιμούμαι. Και όμως, δεν είμαι ο
στρατοκόπος που κοιμάται κάθε νύχτα μέσα σε μυρω-
μένες φυλλωσιές;
Είσαι το σύμπαν μου με τις ραχούλες και τους
ανθώνες του, με τις βρυσούλες και τα σπαρτά του.
Όταν η αναπνοή σου χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό μου,
θυμούμαι την αύρα της Χεγκάζης που ξεφύλλισεν ως
τώρα μυριάδες ρόδα.
Τα κυνηγετικά μου γεράκια λιγνεύουν μέσα στα
κλουβιά τους, τ’ άτια μου ξεσυνηθίσανε τα χαλινά-
ρια, και των όπλων η γυαλάδα θάμπωσε. Μα, τι
πειράζει, αφού τα μάγουλά σου λάμπουνε πιότερο κι
απ’ του ροδιού την τραγανή καρδιά, αφού το σώμα σου
ειν’ απαλότερο απ’ τη ράχη των φτεροπόδαρων αλόγων
μου, αφού γεράκια αχόρταγα είναι πάντα τα φιλιά
σου;
Γερμένος στις τερπνές κορφούλες του κορμιού σου,
πίνω απ’ τη βρυσούλα των χειλιών σου, σφίγγοντας
μες στην αγκαλιά μου τα τροφαντά σπαρτά μου.
Άγνωστου Άραβα ποιητή, Το περιβόλι της αγάπης, εκδ. Ηριδανός
Άγνωστος Άραβας ποιητής
Παινέματα
Ω! τα μαλλιά σου, που ‘ναι η σημαία της α-
γάπης μου!
Ω! το μέτωπό σου, καμαρωτό και λείο σαν αλά-
Βάστρινο βαζάκι!
Ω! τα μάτια σου, που αναπαύονται στο γλυκό
σου πρόσωπο, σα δίδυμα μέσα σε πλούσια κούνια!
Ω! τα χείλη σου, η πόρτα αυτή του Παραδείσου!
Ω! τα δόντια σου, ανάμεσα στα χείλη σου, σα
νιφάδες χιονιού πάνω σε πορφύρα!
Ω! η γλώσσα σου, ο εύχυμος αυτός καρπός,
για το στόμα μου!
Ω! ο λαιμός σου, στύλος φιλντισένιος!
Ω! οι ώμοι σου, λευκοί κι απαλοί σα σκέ-
ψη κορασίδας!
Ω! τα μπράτσα σου, που θα ‘ναι σα δυο φλόγες
γύρω απ’ το κορμί μου!
Ω! τα στήθια σου, που αναπηδούν με πόθο να
παραδοθούν!
Ω! η κοιλιά σου και τα μεριά σου, μαρμάρινα προ-
πύλαια!
Ω! οι γαμπίτσες σου, ενωμένες σα δυο τρομαγμέ-
να αρνάκια!
Ω! τα πόδια σου, που πέρασαν το κατώφλι της
κατοικίας μου, και που τους βάζω υποπόδιο το μέτω-
πό μου!
Άγνωστου Άραβα ποιητή, Το περιβόλι της αγάπης, εκδ. Ηριδανός
Άγνωστος Άραβας ποιητής
Τα μάτια της
Καμιά φορά μ’ αρέσει να την πεισματώνω.
Αμέσως, τότε, ακουμπάει κάπου τον αγκώνα της
και στη σφιγμένη γροθιά της το πιγούνι της και παί-
ρνει στάση προκλητική.
Μπορείς, εκείνην τη στιγμή, ν’ ακούσεις και των
ματιών της τ’ ανοιγόκλεισμα. Κάτω απ’ τα μαβιά
της βλέφαρα δε βλέπεις πια απ’ τα μάτια της παρά
μιαν οριζόντια φεγγερή γραμμή που σε μαγνητίζει.
Άγνωστου Άραβα ποιητή, Το περιβόλι της αγάπης, εκδ. Ηριδανός
Άγνωστος Άραβας ποιητής
Η επιστροφή
Την αυγή κατέβηκα στον κήπο μου τον μυρωμέ-
νο, για να κόψω τα πρώτα λουλούδια. Κι η Άνοιξη
έμπαινε στην κατοικία μου. Τα μπουμπούκια ανοίγανε
σα χείλη που χαμογελούνε. Και μου τραγοδούσανε:
«Θα ‘ρθει η πολυαγαπημένη σου. Τη γνωρίζαμε
σαν είμαστε βλαστάρια ακόμα και στις φεγγαρόλου-
στες νύχτες μας έδερνε ο βοριάς. Τα χρυσά δάκρυα των
άστρων μπόρεσαν να μαλάξουνε τη Μοίρα.
Η πολυαγαπημένη σου θα ‘ρθει. Με το να θυ-
μούμαστε τις χάρες της, δεν αισθανθήκαμε το χει-
μώνα.
Γι αυτήν θα βαλθούμε στ’ ανθογυάλια, και με
χαρά θα λυγίσουμε μαραμένα και θα ξεψυχίσουμε, ό-
ταν θα μας αναγνωρίσει και μυρίσει το άρωμά μας.
Δε λυπούμαστε που χάνομε τον ήλιο, αφού θα
χαρούμε το θερμό χάδι των ματιών της. Δε λυπούμα-
στε που χάνουμε της Άνοιξης το μυρωμένο αεράκι, α-
φού θα μας δροσίζει της αγαπημένης σου η πνοή.
Πόσο χλομή ήταν όταν μπήκε στην κατοικία μου!
Σωπαίναμε. Και όμως οι ψυχές μας μιλούσανε.
Δίναν ερωτήσεις και παίρναν απαντήσεις.
Ακουμπισμένο στο παράθυρο, στο σούρουπο της
γλυκιάς εκείνης μέρας, συλλογιζόμαστε τι είχαμε α-
κόμα να υποφέρουμε.
Άγνωστου Άραβα ποιητή, Το περιβόλι της αγάπης, εκδ. Ηριδανός
Ομάρ ΚΑΓΙΑΜ
(Πέρσης ποιητής-έζησε τον 11ο
αιώνα μ.μ.- που έγραψε τα ξακουσμένα στην Ανατολή «ρουμπαγιάτ»
(τετράστιχα ποιιήματα)! Όποιο τετράστιχό του να διαβάσουμε θα μας πει
περίπου το ίδιο πράγμα: η ζωή είναι απατηλή και φευγαλέα, ο θάνατος
αναπόφευκτος, γι αυτό δεν έχετε τίποτε καλύτερο να κάνετε παρά να
ερωτεύεστε και να μεθάτε, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλη μάταιη
μέριμνα!)…
Τετράστιχα
του Καγιάμ: «Την άνοιξη μες στους αγρούς ή και κοντά στους ποταμούς,/με
μια γυναίκα σαν τα Ουρί και τους συντρόφους τους καλούς,/βάλτε να
πιθούμε, τι όσοι τους πρωί πρωί το τσούζουν,/που πέφτει η Χάβρα ή το
τζαμί, δε βασανίζει τους ο νους»!
«Αγάπαγε
τους πόθους σου χαρά για νάχεις κι όλα,/από τα εμπόδια του καλού και του
κακού ξεκόλλα,/παρ’ το ποτήρι, τα μαλλιά χάιδευε της καλής σου,/ πόσες
ημέρες μένουνε; Γοργοδιαβαίνουν όλα»!…
«Πίνω κρασί
κι από δεξιά κι από αριστερά μουλένε:/Μην πιεις κρασί, γιατί είναι
εχτρός της Πίστης μας, καημένε!/Κι είπα: Τώρα που τόμαθα, μα τον Αλλάχ!
Θα πίνω/μ’ ευλάβεια πια το αίμα Του, κι ας λεν ό,τι κι αν θένε»!
«Κι αν
πέρασαν τα εξήντα σου κι αν είσαι δίχως νιάτα/σα μεθυσμένος πάντα σου
περπάτα./Προτού πιθάρι να γενεί το καύκαλό σου ετούτο/σταμνί στον ώμο
βάσταγε, κούπα στο χέρι κράτα»!…
«Των
προβλημάτων θάμαστε κι ακόμα σκλάβοι για πολύ;/Στον κόσμο αυτόν αν
ζήσουμε μια μέρα ή χρόνια τι ωφελεί;/Γεμίστε το ποτήρι μου κρασί να πιω,
προτού/κανάτι καταντήσουμε στου κανατά το μαγαζί»!…
«Σ’ αυτήν
εδώ την έρμη γη, που ο άνθρωπος μαθαίνει/πρώτα να βασανίζεται κι ύστερα
να πεθαίνει,/καλότυχος που τη ζωή λίγον καιρό γλεντήσει,/μα πιο καλότυχη
η ψυχή που αγέννητη απομένει»!
(από το Ανδρέα Καραντώνη, Ξένη λογοτεχνία-Φυσιογνωμίες Γ’, εκδ. Παπαδήμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου