Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Λαθραία πορεία

Λαθραία πορεία


01_A
Οι υαλοκαθαριστήρες βογκούσαν και στέναζαν προσπαθώντας να καθαρίσουν το νερό, που με μανία χτυπούσε το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου, καθώς οδηγούσα, με μειωμένη ταχύτητα, στην εθνική οδό.
Δίπλα μου η Μαρία. Ένα μαύρο μεταξωτό μαντίλι έδενε τα μάτια της. Δεν ήξερε που πηγαίναμε. Φορούσε ένα μαύρο εξώπλατο φόρεμα παντελώς ακατάλληλο για νυχτερινές εκδρομές. Από κάτω του τίποτα. Όπως κάθε φορά που ερχόταν να με επισκεφτεί.
Αυτή τη φορά όμως οι κανόνες του παιχνιδιού είχαν αλλάξει. Το παιχνίδι είχε πολλούς κανόνες μα ο κυριότερος ήταν ένας: εγώ όριζα τους κανόνες και τους άλλαζα όποτε ήθελα.
Απόψε λοιπόν, η Μαρία θα γινόταν το ερωτικό αντικείμενο χωρίς δικαιώματα για άγνωστους άντρες που θα επέλεγα μέσα στο σκοτάδι.
Έχοντας απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη, πλησιάζοντας τη μεγάλη λίμνη, σε ένα παράπλευρο δρόμο υπήρχε μια καντίνα και αρκετά φορτηγά διεθνών μεταφορών σταματημένα. Βρήκα το σημείο ιδανικό και σταμάτησα.
Η διαπραγμάτευση με τους αλλοδαπούς, κυρίως τούρκους και ρουμάνους οδηγούς με τους βοηθούς τους έγινε σε μια γκροτέσκο ατμόσφαιρα, σε αγγλικά που θύμιζαν συζήτηση ξεπεσμένου αποικιοκράτη με τους υποτακτικούς του. Το θέμα όμως ήταν οικουμενικών διαστάσεων και δεν απαιτούσε ιδιαίτερες αντιληπτικές ικανότητες και γλωσσικές αρατές.
02_A
Πίσω από την καντίνα, κάτω από μια τέντα που βούλιαζε από το νερό, στεκόταν όρθια η Μαρία με το μαύρο εξώπλατο φόρεμα, τις ψηλές μαύρες γόβες και τις αντίστοιχες δικτυωτές κάλτσες που τις συγκρατούσαν λεπτές ζαρτιέρες, δώρο από το τελευταίο μου ταξίδι στο Παρίσι.
Σε λίγα λεπτά κρατώντας με από το χέρι, η Μαρία βρέθηκε στην καμπίνα ενός φορτηγού που κατευθύνονταν προς τα σύνορα μεταφέροντας εδώδιμα προϊόντα ενός νομού από τα νότια μέρη της χώρας.
Η βροχή είχε σταματήσει. Οι οδηγοί με τους βοηθούς τους συνομιλούσαν σιγανά στις γλώσσες τους, καθορίζοντας προφανώς τη σειρά με την οποία θα πήγαιναν.
Καθισμένος στη θέση του οδηγού ήμουν αποφασισμένος να απολαύσω αυτή τη νυχτερινή περιπέτεια. Άναψα τσιγάρο. Έβγαλα το μεταλλικό, επενδεδυμένο με δέρμα φλασκί και ήπια μια γενναία γουλιά Сalvados για να ζεσταθώ.
Μπήκε ο πρώτος, ένας τούρκος οδηγός. Άκουσα τα τραχιά του χέρια να χαιδεύουν τις μεταξωτές κάλτσες της Μαρίας και μετά ένα πνιχτό βόγγο να βγαίνει από τον λαιμό της. Από τον καθρέφτη του οδηγού έβλεπα όλα όσα γίνονταν στο στενό κρεβάτι πίσω από το κεφάλι μου.
Η Μαρία γυμνή πλέον είχε ψηλά και ανοιχτά τα πόδια της και δεχόταν τα ανελέητα χτυπήματα του τούρκου, ο οποίος μετά από λίγο έπεσε ξέπνοος πάνω της. Βγήκε. Μπήκε ο επόμενος. Έπαψα να ασχολούμαι με την εθνικότητά τους.
Με απασχολούσε πολύ η ίδια η Μαρία. Αξιοσέβαστη δικαστικός το πρωί, ανέβαινε στην έδρα φυλακισμένη στο αυστηρό της ταγιέρ, κι αποφάσιζε για τη ζωή των ανθρώπων. Το βράδυ μεταμορφωνόταν σε πουτάνα. Αυτό ήταν εκείνο που την καύλωνε πιο πολύ από όλα. Να τη χρησιμοποιούν οι άντρες. Δε τόλμησε να το πει ποτέ σε κανέναν από τους εραστές της. Μέχρι που της ξέφυγε ένα βράδυ και μου το είπε.
Από τον καθρέφτη την έβλεπα να γλείφει ένα τεράστιο πούτσο ενός μελαψού άντρα έχοντας σηκώσει τελείως πρόστυχα τον κώλο της. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και κάλεσα τον πρώτο που περίμενε στη σειρά. Η Μαρία σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε με ένα λάγνο βλέμμα και με ευχαρίστησε με ένα νεύμα.
Ακολούθησε μια μακρά σειρά άλλοτε μελαψών και άλλοτε ξανθών αντρών διαφόρων ηλικιών και σωματότυπων. Αχνοχάραζε όταν πήρα τη Μαρία από το χέρι και την οδήγησα στο αυτοκίνητο. Στο δρόμο της επιστροφής κοιμόταν. Είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου. Το μαύρο μαντίλι που πριν έδενε τα μάτια της, ήταν τώρα περασμένο στο λαιμό μου. Ήταν το σύμβολο της υποταγής της. Εκείνη την μέρα δεν είχε να ανέβει στην έδρα. Μπορούσε να κοιμηθεί σπίτι μου όσο ήθελε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου