| Αν
ήταν αυτή η καρδιά που κρυβόταν πίσω από το λιγνό κορμί και το
μελαχρινό βλέμμα κάτω από τα καστανόξανθα μαλλιά δική σου, θα με είχε
δει καθώς μαδούσα τις κιτρινωπές παπαρούνες της αθλίας μου ψυχής.
Εκείνη την ώρα ήθελα να ψάξω στα βάθη των συναισθημάτων μου για να βρω
έναν δρόμο που να είναι αρκετά δύσκολος και τραχύς για μένα αλλά συνάμα
τόσο απαλός και μαλακός για μιαν αγάπη σαν αυτή που είχα ονειρευτεί.
Εκείνες οι στιγμές ήταν πολύ χαρακτηριστικές γιατί καθώς περνούσα από
εκείνο το σταυροδρόμι ένιωσα να με κατακλύζει ένας χείμαρρος ονείρων που
με έπνιγε ολοκληρωτικά. Ήταν ένα ποτάμι ονείρων σαν αυτά που ποτέ δεν
μπόρεσα να κάνω πραγματικότητα.
Παρόλο που πνιγόμουνα στο ορμητικό ποτάμι σε εκείνο το σταυροδρόμι
προσπάθησα να προσανατολιστώ. Τα όνειρα περνάγανε με μεγάλη ταχύτητα από
δίπλα μου σε αντίθετες κατευθύνσεις και ο ήχος τους διατάραζε την
γαλήνη της καλοκαιρινής φεγγαρόλουστης νύχτας.
Μια τέτοια νύχτα κάτω από τα αστέρια του απέραντου γαλάζιου ουρανού,
πόσες ψυχές των ανθρώπων ονειρεύονται μια καλύτερη μέρα?. Πόσες ευχές
γίνονται όνειρα που ποτέ δεν ανθίζουν?. Και πόσες καρδούλες ραγίζει του
Θεού η αλάθητη μοίρα?.
Άπλωσα το χέρι να ακουμπήσω σε ένα όνειρο που περνούσε από δίπλα μου
εκείνη τη στιγμή, και άκουσα από τα βάθη μια φωνή να μου λέει.
-«Τις ευχές των ανθρώπων δεν μπορείς να τις πιάσεις»
-«Μα είναι αυτή η ευχή η δικιά μου» είπα εγώ
-«Δεν είναι δικιά σου. Οι ευχές που περνούν όλες μοιάζουν. Και από χιλιάδων ψυχών το στόμα πηγάζουν.»
Τότε κατάλαβα πώς βρισκόμουν στο σταυροδρόμι των ευχών.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου