Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Weż mój cały świat.ღ

Αλλιώς.

alone by Michal Mierzejewski
Οι αλλαγές στη ζωή μου την τελευταία πενταετία θα μπορούσαν σίγουρα να αποτελέσουν ένα ωραιότατο σενάριο για τη μεγάλη οθόνη. Εναλλαγές προσώπων, κατοικιών, εργασιών, καταστάσεων, ψυχολογίας. Τίποτα δεν έμεινε σταθερό.
Θυμάμαι παλιά ορκιζόμουν πως ποτέ δεν θα πουλούσα το σπίτι που μεγάλωσα, κι ας μην ήταν καθόλου πρακτικό για μένα, για τις αποστάσεις της δουλειάς μου και των αγαπημένων μου. Το πούλησα τελικά χωρίς δεύτερη σκέψη.
Θυμάμαι παλιά ορκιζόμουν πως οι παιδικοί μου φίλοι θα είναι πάντα η οικογένειά μου, πάντα στο προσκήνιο της ζωής μου, γιατί έτσι τούς ένιωθα. Τόσο τους αγάπησα. Έκλεισα την πόρτα της ψυχής μου μετά από πολλαπλές τρικλοποδιές. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Με πολύ πόνο που τώρα έχει αρχίζει να καταλαγιάζει. Μόνο που έπαψα να πιστεύω στη φιλία. Τρεις φωτεινές εξαιρέσεις παρέμειναν. Ίδωμεν…
Θυμάμαι παλιά ορκιζόμουν πως η σχέση μου θα κρατήσει για πάντα. Ονειρευόμουν το πάντα και απέκλεια το τέλος. Πίστεψα στον άνθρωπο (?) που επέλεξα να είναι στο πλευρό μου. Είχα μέσα στην καρδιά και το μυαλό μου σκηνές, σαν φω τογραφικά στιγμιότυπα. Μιά αγκαλιά γεμάτη παιδιά, και τριγύρω μου άλλα τόσα να τρέχουν και να ζουζουνίζουν τον τόπο. Τις τέλειωσα. Και τις δύο τελευταίες μου σχέσεις. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Η πρότελευταία, εξιδανικευμένη μέχρι το άπειρο, αρχίζει πιά, 10 χρόνια μετά τους κύκλους που διέγραφε στη ζωή μου, να απομυθοποιείται στο κεφάλι μου και να παίρνει τις κανονικές της διαστάσεις. Η τελευταία, κούφια από την αρχή μέχρι το τέλος της, ένεκα επιλογής κούφιου παρτενέρ, πλέει σε πελάγη κενότητας. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν ένα κακό όνειρο. Κάπου. Κάποτε. Τόσο μακρινά.
Θυμάμαι παλιά πόσο λαχταρούσα να πηγαίνω στη δουλειά μου. Πόσο πίστευα στην ανιδιοτέλεια και τις καλές προθέσεις των συνανθρώπων και συναδέλφων. Πήρε νομίζω γύρω στις είκοσι πισώπλατες μαχαιριές για να αυτοχαστουκιστώ και να βγω από τη νιρβάνα μου.
Θυμάμαι παλιά ορκιζόμουν πως οι δύο σημαντικότεροι άνθρωποι στη ζωή μου θα ήταν πάντα νέοι, ακούραστοι, γεροί. Πτώση. Το συννεφάκι δεν άντεξε τόση αισιοδοξία και τόση παιδικότητα από πλευράς μου, και έσκασε. Ναι. Έκανε ένα παφ! και βρέθηκα γκρεμισμένη στην πίσω πλευρά ενός νοσοκομείου, να κλαίω και να παρακαλάω να γίνει ένα θαύμα. Τούς κοιτάζω. Είναι σαν αυτό που μού έλεγαν πάντα: “Ο γονιός το παιδί του πάντα μωρό το βλέπει”. Και το παιδί τον γονιό του πάντα νέο και υγιή, να σηκώνει τον κόσμο στην πλάτη του, να συμπληρώσω. Θυμάμαι και το “Κάνε το καλό και ρίξ’το στον γιαλό”. Αυτό δεν με οδήγησε πουθενά. Πλέον το εφαρμόζω μόνο σε παντελώς άγνωστους που έχουν ανάγκη αγάπης και στοργής. Ποτέ πιά και ποτέ ξανά σε γνωστούς. Είναι σαν την ιστορία με τα καρφιά. Ακόμη και να καταφέρεις να τα αφαιρέσεις εντελώς, εκείνα έχουν ήδη αφήσει το σημάδι τους, την πληγή, να υπενθυμίζει πως κάποτε είχαν χωθεί εκεί, βαθιά. Και πόνεσαν.
Δεν θέλω να θυμάμαι νομίζω. Ούτε να ορκιστώ ξανά. Δεν θέλω και δεν είμαι πιά ούτε τυπική, ούτε θύμα, ούτε χαλί να με πατήσεις, ούτε επιεικής. Δίνω μιά και τα σβήνω όλα μονοκοντηλιά. Και αγάπες, και έρωτες, και φιλίες, και δουλειές, και σπίτια, όλα. Όλα. ΟΛΑ. Ο-Λ-Α.
Θέλω να πιστέψω πως κάτι αλλάζει. Μόνο αυτό θέλω.
ΥΓ. Θα διαβάσεις και δεν θα πιστεύεις πως διαβάζεις εμένα. Νόμιζες πως πάντα θα ήμουν υποχωρητική και θύμα. Πως θα υπέκυπτα πάντα σε όσα αγαπάω. Πόσο λάθος είσαι όμως! Γι’αυτό μην παρερμηνεύεις τη σιωπή μου. Δεν είναι αδυναμία. Είναι παγερή αδιαφορία. Ένα κλικ περίμενα μέσα μου μέσα στην τελευταία πενταετία. Κι έγινε.
Αφιερώνεται σε όλους όσους πίστεψαν πως η κενότητα και η ανυπόστατη υπεροψία τους θα επιβάλλονταν της καλοσύνης, της ταπεινότητας και της αγάπης.
~ από erotas στο Απριλίου 21, 2009.
αναρτηθηκε απο ερωτα tags

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου