Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Αγάπες και .......χελιδονάκια !

Αγάπες και .......χελιδονάκια !



Η χελιδονού..........
Ξανάρθε με τον συντροφό της στα μέσα της Άνοιξης.
Έχετε δει ποτέ χελιδόνια να ψάχνουν τις παλιές φωλιές τους? Ολόκληρο σόι έρχεται και κάνει επιθεώρηση αν είναι εντάξη η φωλιά, αν είναι ακόμα εκεί που την άφησε το ζευγάρι, αν υπάρχει κίνδυνος στην γύρω περιοχή, αν….αν …..αν…..
Τα παρακολουθώ με προσοχή, λίγο κρυφά, λίγο φανερά, δεν αργούν να με θυμηθούν ίσως, να εξοικιωθούν και πάλι με την παρουσία μου και σύντομα δεν μου δίνουν καμία σημασία όταν σε απόσταση βολής τα φωτογραφίζω, τους μιλάω, γελάω μαζί τους και διώχνω μακριά τις γάτες που είναι και μπόλικες, αλλά μάλλον και αυτές δεν δίνουν καμία σημασία στα χελιδόνια….έχω την εντύπωση ότι πιο πολύ τις ενδιαφέρουν οι φωλιές των σπουργιτιών που είναι κρυμένες καλά κάτω από τα ακροκέραμα.
Το ζευγάρι κάνει γρήγορα την ανακαίνηση της φωλιάς αν και είναι καλά προστατευμένη απο τα στοιχεία της φύσης, κάτω από την σκεπή και ακριβώς δίπλα στην λάμπα επάνω από την μπαλκονόπορτα.
Ξέρω….ξέρω…..η λάμπα πάλι δεν θα ανάψει για όλο το καλοκαίρι σχεδόν, μέχρι να πετάξουν από την φωλιά τα μωρά τους, δεν θέλω να τα ενοχλώ το βράδυ με το φως γιατί όλο τον καιρό που θα επωάζουν τα αυγουλάκια τους, η χελιδονού είναι στην φωλιά και ο ευτυχής μπαμπάς  κοιμάται επάνω στην λάμπα!
Περιμένω με ανυπομονησία να ακούσω τα πρώτα τσιρίγματα μέσα από την φωλιά, σημάδι πως βγήκαν τα πουλάκια μου από τα αυγουλάκια τους και το πηγαινέλα των γονιών μου δείχνει πως άρχισε η περίοδος του ταΐσματος.
Άραγε πόσα έκαναν φέτος?
Δεν αργώ να μάθω…..πέντε!!
Πολύ σωστά, πέντε καινούργια χελιδονάκια στριμωγμένα μέσα στην φωλίτσα τους, με τα στόματα μονίμως ανοιχτά να τσιτσιρίζουν κάθε φορά που έρχεται κάποιος από τους γονιούς…….
παιδάκια που φωνάζουν….εγώ εγώ εγώ ….αλλά όχι , υπάρχει σύστημα.
Με την σειρά το τάισμα, πρώτα το ένα στοματάκι, μετά το διπλανό, μέχρι το τελευταίο και πάλι από την αρχή.
Αναρωτιέμαι πως χωράνε μέσα στην φωλιά τόσα πουλάκια που μεγαλώνουν πολύ γρήγορα , όταν δυο ενήλικα δεν χωράνε καλά καλά, αλλά κάνοντας μια ενδελεχή έρευνα που κάνει την χελιδονού να βγει από τα πούπουλα της και να κουβαλήσει εφεδρείες συγγενών για να απαλλαγεί από μένα, διαπιστώνω πως μια χαρά στριμώχνονται μεταξύ τους, μια ουρίτσα από εδώ, μια φτερουγίτσα από εκεί, λίγο εδώ, λίγο εκεί και μια χαρά είναι και τα πέντε ενώ οι γονείς έχουν μετακομίσει και οι δυο στο καπάκι της λάμπας.
Σήμερα ήρθε ή ώρα να μάθουμε να πετάμε.
Μάθημα πρώτο και ένας ένας παρακαλώ, όχι όλοι μαζί!
Μαζεύτηκε το σόι, έβγαλαν το πρώτο από την φωλιά και ουπς….. αυτό βρέθηκε μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα να είναι γαντζωμένο στην κουρτίνα. Όχι δεν υπήρχε χρόνος για φωτογραφία αυτή την φορά, το ζητούμενο ήταν να βγει έξω το χελιδονάκι μακριά από τις γάτες που αν το έπαιρναν χαμπάρι δύσκολα θα το έσωζα.
Δεν νομίζω να με φοβήθηκε, εξοικειωμένο με την φωνή μου φτερούγισε για λίγο μέσα στο σπίτι και μετά βρέθηκε έξω να πετά στο απέναντι λειλαντ.
Εκεί το φωτογράφισα μαζί με την μητέρα του να του κάνει τρίλιες, να το ενθαρύνει να πετάξει.
Νοιώθω σαν να είναι δικά μου αυτά τα μωρά, περήφανη που φεύγουν γερά και δυνατά από το σπίτι μου, ανοίγουν τα φτερά τους
Η χελιδονού φέρνει γύρες στο μπαλκόνι και ταίζει τα υπόλοιπα μέχρι που πεφτει εντελώς το φως της μέρας  έξω και τότε κάθεται δίπλα τους πάνω από την λάμπα.
Αύριο με το καλό θα πετάξουν και τα υπόλοιπα, θα έρθει το χελιδονόσογο να βοηθήσει, μα τι αλληλεγγύη έχουν !!! όταν έρχονται οι γάτες στο μπαλκόνι και θέλουν να μπουν σπίτι για να φάνε, τι επιθέσεις, τι στριφογυρίσματα, από ζευγάρια χελιδονιών που μαζεύονται στο άψε σβήσε, κανονικός συναγερμός, μέχρι να διώξω τις γάτες που είναι απειλή για την φωλιά με τα μωρά, ενώ έχω προσέξει πως δεν ενοχλούνται καθόλου με την παρουσία των σκυλιών που είναι ξαπλωμένα όλη μέρα μπροστά στην μπαλκονόπορτα.
Η χελιδονού έφερε πάλι το μωρό της στην φωλιά και κάθισε πάλι δίπλα τους.
Για λίγες μέρες αυτό θα γίνεται, θα πετάνε την μέρα γύρω από την φωλιά και το βράδυ θα τα μαζεύει μέσα γιατί είναι μωρά ακόμα και κουράζονται εύκολα, θέλουν προστασία. Είναι πολύ τρυφεροί γονείς τα χελιδόνια, προστατευτικοί, έτοιμοι να θυσιαστούν για τα μωρά τους.





οι πρώτες μέρες στην φωλιά



ήρθαν τα μωρά






πεινάνε πολύ και συνεχώς



και μεγαλώνουν γρήγορα






με το ζόρι χωράνε όλα μαζί στην φωλιά


όλοι οι καλοί ........χωράνε



αλλού το φτερό και αλλού το πούπουλο



μετά το πρώτο πέταγμα, η χελιδονού έφερε το μωρό της στην φωλιά του
και κούρνιασε δίπλα τους μέχρι να ξημερώσει και πάλι....



Τα έχετε παρακολουθήσει ποτέ?
 Εγώ το έκανα, όπως έμαθα να παρατηρώ όλα τα ζωντανά πλάσματα που πλαισιώνουν την ζωή μου και έμαθα πολλά από αυτά,
περισσότερα από όσα έχω μάθει σε θρανία και βιβλία
και σε συναναστροφές με άλλους ανθρώπους.

 Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο
και δεν ταιριάζει στα όμορφα χελιδόνια μου,
στην χελιδονού μου και τον σύντροφό της.


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

O τάφος

O τάφος

Πυρπολημένος απ' τον ήλιο
ραντισμένος απ' το φεγγάρι
το ίδιο πάντα ήσυχος
αυτός ο τάφος ξεχασμένος
πνίγεται στο χιόνι
πνίγεται στο χορτάρι.

Συνείδηση

Συνείδηση


... ήταν τόσο βαριά που τον λύγισε.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Άρρηκτες ζωές

Άρρηκτες ζωές





Σπαρταράει το σώμα στα χέρια σου
της ψυχής μεταγγίζει τη θέρμη 
ψυχή που σα ναός σε σένα αφιερώνεται
σώμα που θάλασσα γίνεται απέραντη 
να γευτεί τη δική σου αλμύρα   
διαβάζει η αφή του πόθου τις δονήσεις 
έρωτα ακραγγίζει που κυλά σαν ποτάμι
αφήνομαι στης ηδονής την παλίρροια
στο ταξίδι που στις φλέβες χαράζεται  
παραδομένη στη στιγμή
υποταγμένη στους παλμούς
διαλύομαι σε άπειρα μόρια
γεννιέμαι και πεθαίνω μαζί σου
άρρηκτα πλεγμένες οι δικές μας ζωές
σμίγουν σε διάσταση που χάνεται ο χρόνος

κάθε που τα σώματα νιώθουν 
της κορύφωσης την έκρηξη
σβήνουν οι λέξεις
κλειδώνουν τα δάχτυλα
κρατώντας την αλήθεια τους ατόφια
φερμένη απ’ του πεπρωμένο τον άνεμο 







Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μη Μου Μιλας Εγινες Δακρυ και στα Ματια Μου Κυλας~











Μη Μου Μιλας Εγινες Δακρυ και στα Ματια Μου Κυλας~
Ηδη νιωθω τον πονο να με σερνει....πισω στις χαμενες αναμνησεις
που παλεψα τοσο για να ξεχασω.....Στα ματια σου λαμπυριζουν τα ονειρα του χθες....οτι απεμεινε απο μας....Βαθιες πληγες....
Η ωρα περναει....παλι μιλαω με την σκια σου...αντι να σε κραταω αγκαλια....Ποναει η καρδια....σαν το αιμα που παλλεται πισω απο την πληγη....ποναει το κορμι καθως θελει να τρεξει μακρια....μα η ψυχη δεν το αφηνει....Θελω να φυγω.....να χαθω.....μα κατα βαθος ξερω πως εδω ανηκω....Ολα ψεματα....αυτη τη φορα θα πεσω στο κενο...αλλωστε....Δεν υπαρχεις πια...ψευδαισθηση εισαι βγαλμενη απο τα παλια...και το μονο που μπορω να κανω ειναι να κλεισω τα ματια....ωστε να μην σε δω να ξανα φευγεις....οπως παντα.....!!!!!!
Αλλα παντα η ψυχη εχει μαθει να πονα.......!!!!

~Μη Μου Μιλας Εγινες Δακρυ και στα Ματια Μου Κυλας~

 
 
 
 
 
 
 
Ναι λοιπον...αυτη ειμαι εγω...στα ειπα ολα...δε σου εκρυψα τιποτα...τις πιο κρυφες μου σκεψεις...τους φοβους μου...και τις αδυναμιες μου...στα αποκαλυψα ολα...
Και τωρα...η ψυχη μου στεκεται γυμνη...εδω μπροστα σου...!
Δε σου ζητω να με καταλαβεις...απλα να με αποδεχτεις...ετσι οπως ειμαι εγω...με ελαττωματα...αδυναμιες...φοβους...και αρετες....μη μου ζητας να αλλαξω...να γινω καποια αλλη...δε μπορω...το λιγο μου...για τοσο φτανει...μη με σκοτωσεις...!

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Mόνο ο έρωτας είναι εδώ,

Mόνο ο έρωτας είναι εδώ,
καί εμείς αλύγιστοι εμπρός του,
τα πόδια μας η καταιγίδα καί η έκσταση διασχίζουν.

Μόνο ο έρωτας είναι εδώ,
στου αύριο την προφητεία κλαίει,
με στίχους ξεχυχτάει αιώνια στο σκαλί,
τις λέξεις βαστά στο δέρμα που αλλάζει,
με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό να λέει:

- Αύριο μιάς που τώρα είναι νωρίς.

Μόνο ο έρωτας είναι εδώ.
- Καί αυτό το ποίημα τελειώνει τώρα.

VENNIS


Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

"Η μοναξιά είναι από χώμα"

"Η μοναξιά είναι από χώμα"


"Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση. Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ' ανεβάζει στα παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς που από έπαρση είμαστε χτισμένοι. Πώς να την πετύχουμε, πες μου. Δεν πετυχαίνεται εύκολα γι' αυτό υποφέρουμε κι απ' τον πολύ τον πόνο κι απ' την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρηση μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς κι αρχίζει λίγο-λίγο να φέγγει. "ΜΒαμβουνάκη

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Θερινή αισχρουργία

Θερινή αισχρουργία

041
Ο κήπος του Νομισματικού Μουσείου τις μέρες του ανυπόφορου καύσωνα του θέρους είναι μια όαση δροσιάς.
Καταφεύγω εκεί κάθε φορά που πρέπει να αποφύγω συσκέψεις και συναντήσεις με πελάτες.
Ήταν μια μέρα με το θερμόμετρο να θρυμματίζει την αδιαπέραστη μεμβράνη της αντοχής.
Βιαστικός και κάθιδρος κατέλαβα ένα μοναχικό τραπέζι στην δροσερή πλευρά του κήπου, παραγγέλνοντας ένα Martini Roso ως πρελούδιο ενός γεύματος με μια πρώην ερωμένη μου, που έτυχε να ξεμείνει στην πόλη.
Μέσα στη βιασύνη να βρω μέρος σκιερό δεν πρόσεξα την παρέα με τα τρία κοριτσόπουλα που καθόταν διαγωνίως απέναντι μου, δίπλα στο μικρό σιντριβάνι που σαν φαλλός ερωτιδέα σκορπούσε τις σταγόνες δροσιάς σε ομόκεντρους κύκλους.
CH_CH0066_L
 Απορροφημένος καθώς ήμουν, στην αρχή, προσπαθώντας να ξεδιψάσω ρουφώντας γενναίες γουλιές από το απεριτίφ μου, δεν είχα προσέξει την γειτονική μου παρέας. Όταν όμως ξαπόστασα και σιγουρεύτηκα πως τίποτα δε θα διαταράξει τη μεσημβρινή μου ανάπαυλα και πήγα να πιάσω ένα ένθετο της κυριακάτικης εφημερίδας που ήθελα να διαβάσω.
Σηκώνοντας το βλέμμα πιο πολύ από βαρεμάρα, παρά για να διώξω μια σταγόνα ιδρώτα που κυλούσε από τον κρόταφο, ψάχνοντας απελπισμένα λύτρωση από την αφόρητη έλξη της βαρύτητας.
2d5452c3f8a0adf1bc31d0c148c86e1d0422fbed_m
Το μεσαίο κορίτσι είχε ρίξει το κεφάλι πίσω, είχε τα μάτια μισόκλειστα και τα χείλη μισάνοιχτα. Το κορίτσι που καθόταν αριστερά της είχε σκύψει και τη φιλούσε στο λαιμό, ενώ το άλλο, από τα δεξιά με το ένα χέρι χάιδευε το μικρό και σκληρό σαν άγουρο λεμόνι στήθος της και το άλλο χόρευε ρυθμικά ανάμεσα στα πόδια της.
Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Εκτός από μένα δεν υπήρχε κανείς άλλος εκείνη την ώρα στον κήπο. Ο μοναδικός σερβιτόρος είχε εξαφανιστεί στο εσωτερικό του μπαρ, θέλοντας να αποφύγει την περιττή έκθεση στη ζέστη.
Οι μικρές έδειχναν όχι μόνο να μην ενοχλούνται από την παρουσία μου, αλλά επιδεικτικώς να την αγνοούν. Η απόσταση ήταν μικρή ώστε να καταλαβαίνω την αλλαγή στο ρυθμό της ανάσας του μεσαίου νυμφίδιου, μέχρι που το είδα να δαγκώνει δυνατά τα χείλη του βγάζοντας ένα μακρόσυρτο, σιγανό αγκομαχητό και αστραπιαία γέλασε δυνατά και φίλησε πρώτα το κορίτσι από τα αριστερά και μετά το άλλο από τα δεξιά Στη συνέχεια με κοίταξε και συνέχισε να γελάει. .  Το κορίτσι από τα δεξιά, έφερε το δάχτυλο της στο στόμα και αφού το έγλειψε ελαφρά το έτεινα στο κορίτσι από τα αριστερά που έσπευσε με λαχτάρα να το βάλει στο στόμα της και να το θηλάσει.
Θα σηκωνόμουν να φύγω, αν δε φοβόμουν ότι το εξόγκωμα στο παντελόνι μου δεν απέβαινε μοιραίο για το ρεζίλεμα και τη σύλληψη μου για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Ωστόσο πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε, οι τρεις μικρές ένκαυλες νύμφες σηκώθηκαν, άφησαν ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους μια αύρα καύλας, γαλλικού αρώματος και νεαρού ιδρώτα.

Λαθραία πορεία

Λαθραία πορεία


01_A
Οι υαλοκαθαριστήρες βογκούσαν και στέναζαν προσπαθώντας να καθαρίσουν το νερό, που με μανία χτυπούσε το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου, καθώς οδηγούσα, με μειωμένη ταχύτητα, στην εθνική οδό.
Δίπλα μου η Μαρία. Ένα μαύρο μεταξωτό μαντίλι έδενε τα μάτια της. Δεν ήξερε που πηγαίναμε. Φορούσε ένα μαύρο εξώπλατο φόρεμα παντελώς ακατάλληλο για νυχτερινές εκδρομές. Από κάτω του τίποτα. Όπως κάθε φορά που ερχόταν να με επισκεφτεί.
Αυτή τη φορά όμως οι κανόνες του παιχνιδιού είχαν αλλάξει. Το παιχνίδι είχε πολλούς κανόνες μα ο κυριότερος ήταν ένας: εγώ όριζα τους κανόνες και τους άλλαζα όποτε ήθελα.
Απόψε λοιπόν, η Μαρία θα γινόταν το ερωτικό αντικείμενο χωρίς δικαιώματα για άγνωστους άντρες που θα επέλεγα μέσα στο σκοτάδι.
Έχοντας απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη, πλησιάζοντας τη μεγάλη λίμνη, σε ένα παράπλευρο δρόμο υπήρχε μια καντίνα και αρκετά φορτηγά διεθνών μεταφορών σταματημένα. Βρήκα το σημείο ιδανικό και σταμάτησα.
Η διαπραγμάτευση με τους αλλοδαπούς, κυρίως τούρκους και ρουμάνους οδηγούς με τους βοηθούς τους έγινε σε μια γκροτέσκο ατμόσφαιρα, σε αγγλικά που θύμιζαν συζήτηση ξεπεσμένου αποικιοκράτη με τους υποτακτικούς του. Το θέμα όμως ήταν οικουμενικών διαστάσεων και δεν απαιτούσε ιδιαίτερες αντιληπτικές ικανότητες και γλωσσικές αρατές.
02_A
Πίσω από την καντίνα, κάτω από μια τέντα που βούλιαζε από το νερό, στεκόταν όρθια η Μαρία με το μαύρο εξώπλατο φόρεμα, τις ψηλές μαύρες γόβες και τις αντίστοιχες δικτυωτές κάλτσες που τις συγκρατούσαν λεπτές ζαρτιέρες, δώρο από το τελευταίο μου ταξίδι στο Παρίσι.
Σε λίγα λεπτά κρατώντας με από το χέρι, η Μαρία βρέθηκε στην καμπίνα ενός φορτηγού που κατευθύνονταν προς τα σύνορα μεταφέροντας εδώδιμα προϊόντα ενός νομού από τα νότια μέρη της χώρας.
Η βροχή είχε σταματήσει. Οι οδηγοί με τους βοηθούς τους συνομιλούσαν σιγανά στις γλώσσες τους, καθορίζοντας προφανώς τη σειρά με την οποία θα πήγαιναν.
Καθισμένος στη θέση του οδηγού ήμουν αποφασισμένος να απολαύσω αυτή τη νυχτερινή περιπέτεια. Άναψα τσιγάρο. Έβγαλα το μεταλλικό, επενδεδυμένο με δέρμα φλασκί και ήπια μια γενναία γουλιά Сalvados για να ζεσταθώ.
Μπήκε ο πρώτος, ένας τούρκος οδηγός. Άκουσα τα τραχιά του χέρια να χαιδεύουν τις μεταξωτές κάλτσες της Μαρίας και μετά ένα πνιχτό βόγγο να βγαίνει από τον λαιμό της. Από τον καθρέφτη του οδηγού έβλεπα όλα όσα γίνονταν στο στενό κρεβάτι πίσω από το κεφάλι μου.
Η Μαρία γυμνή πλέον είχε ψηλά και ανοιχτά τα πόδια της και δεχόταν τα ανελέητα χτυπήματα του τούρκου, ο οποίος μετά από λίγο έπεσε ξέπνοος πάνω της. Βγήκε. Μπήκε ο επόμενος. Έπαψα να ασχολούμαι με την εθνικότητά τους.
Με απασχολούσε πολύ η ίδια η Μαρία. Αξιοσέβαστη δικαστικός το πρωί, ανέβαινε στην έδρα φυλακισμένη στο αυστηρό της ταγιέρ, κι αποφάσιζε για τη ζωή των ανθρώπων. Το βράδυ μεταμορφωνόταν σε πουτάνα. Αυτό ήταν εκείνο που την καύλωνε πιο πολύ από όλα. Να τη χρησιμοποιούν οι άντρες. Δε τόλμησε να το πει ποτέ σε κανέναν από τους εραστές της. Μέχρι που της ξέφυγε ένα βράδυ και μου το είπε.
Από τον καθρέφτη την έβλεπα να γλείφει ένα τεράστιο πούτσο ενός μελαψού άντρα έχοντας σηκώσει τελείως πρόστυχα τον κώλο της. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και κάλεσα τον πρώτο που περίμενε στη σειρά. Η Μαρία σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε με ένα λάγνο βλέμμα και με ευχαρίστησε με ένα νεύμα.
Ακολούθησε μια μακρά σειρά άλλοτε μελαψών και άλλοτε ξανθών αντρών διαφόρων ηλικιών και σωματότυπων. Αχνοχάραζε όταν πήρα τη Μαρία από το χέρι και την οδήγησα στο αυτοκίνητο. Στο δρόμο της επιστροφής κοιμόταν. Είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου. Το μαύρο μαντίλι που πριν έδενε τα μάτια της, ήταν τώρα περασμένο στο λαιμό μου. Ήταν το σύμβολο της υποταγής της. Εκείνη την μέρα δεν είχε να ανέβει στην έδρα. Μπορούσε να κοιμηθεί σπίτι μου όσο ήθελε.

Αλεξέι Τολστόι Το λουτρό (Ι)

Αλεξέι Τολστόι Το λουτρό (Ι)

01

<…>Εκείνος την πλησίασε από πίσω, χτυπώντας την δυνατά στο κώλο, ο οποίος ξεχώριζε για τη λευκότητα του στιλπνού, υγρού του δέρματος και, πιάνοντας την από τη μέση, άρχισε να χώνει το τεράστιο σα παλούκι, πέος του μέσα στα στρογγυλά κωλομέρια της Μιλάσκας, σπρώχνοντας το κεφάλι του μέσα στο υγρό μουνί της. Η ηδονή τον κατέλαβε, το πρόσωπο του κοκκίνισε, το στόμα του σφίχτηκε, η ανάσα του έγινε δυνατή και διακεκομμένη, ενώ τα μισοσκυμένα του γόνατα έτρεμαν. Τελικά, το ευλύγιστο κεφάλι του πέους του άνοιξε τη υγρή, αλλά σφιχτή δίοδο του μουνιού της και το στομάχι του αφέντη κόλλησε στον ολοστρόγγυλο κώλο της κόρης. Εκείνος άρχισε και πάλι να χρεμετίζει, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο επιθετικός και σκληρός και κουνώντας το κορμί του, άρχισε να παραδίδεται στην ηδονή της σαρκικής επαφής. Απ’ ότι φαινόταν η Μιλάσκα είχε παραδοθεί κι εκείνη στην ηδονή. Άρχισε να βογκά από την καύλα κάθε φορά που ένιωθε μέσα της το αντρικό πέος και, βοηθώντας τον αφέντη, κουνούσε τον στρογγυλό της κώλο πάνω κάτω ανάλογα με την κίνηση του πέους.
Η Νατάσκα κοιτούσε αυτό το θέαμα, απορροφημένη πλήρως από τα δρώμενα. Τα μεγάλα της μάτια μεγάλωσαν κι άλλο, το στόμα της άνοιξε, ενώ το τρεμάμενο κορμί της, άθελα του ακολουθούσε το ρυθμό των κινήσεων του αφέντη και της Μιλάσκα. Λες κι ήταν εκείνη που έπαιρνε τον αφέντη αντί για τη φίλη της. <..>
02
Απόσπασμα
Μετάφραση από τα ρωσικά Δ.Β. Τρ.

Pedro Salinas Μνήμη στα χέρια

Pedro Salinas Μνήμη στα χέρια

001
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ’ την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ’ ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
‘Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ’ την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν’ αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
002
Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
‘Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ’ τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ’ τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ’ το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ’ αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να ‘ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
(Μακρύς θρήνος, 1975)
Μτφ: Virginia López Recio

Morin Loulou Η μαύρη πέρλα

Morin Loulou Η μαύρη πέρλα

  003

Ντουντού
Έχοντας χάσει τον άντρα της στον πόλεμο, η Μαρούσια Ντε Β. θεωρούσε χρέος της να προσφέρει υπηρεσίες ως εθελόντρια νοσοκόμα στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Μπ. Έτσι ήρθε σ’ επαφή με τους πρώτους πειρασμούς. Πριν από τότε, αγνοούσε παντελώς τις χαρές του έρωτα. Ο άντρας της, μεσιέ Ντε Β., είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, τη παντρεύτηκε ύστερα από πολυτάραχη νιότη και με τον γάμο αυτό πραγματοποίησε μιαν άκρως εγωιστική, αναξιοπρεπή, απόσυρση από τις εντάσεις του ερωτικού βίου. Το περιοδικό τίμημα που κατέβαλλε, για να εκπληρώνει τα συζυγικά του καθήκοντα, πολύ νωρίς μεταβλήθηκε σ’ οριστικήν αποχή κι αν η Μαρούσια δεν έβρισκε παρηγοριά με το δάχτυλο χωμένο ως τ’ άπατα του κώλου της, στον αυνανισμό, είναι σίγουρο πως δε θα βρισκόταν άνθρωπος να ζηλέψει τη τύχη της.  Έπειτα, ήταν όμορφη, ξανθιά, με γκριζοπράσινα μάτια κι υπέροχο στόμα, παρ’ όλη τη θλίψη του για τα φιλιά που δε βρισκότανε κανείς να του δώσει. Κάθε φορά που ‘παιρνε μιαν απογοήτευση από το γάμο της, κάτι βέβαιοα που ‘ναι ψωμοτύρι σ’ όλους τους γάμους, δάγκανε τα χείλια της. Ο καθένας τιμωρεί τον εαυτό του όπως μπορεί…
002 Στο νοσοκομείο, έβλεπε νέους άντρες, ολοτσίτσιδους, κάθε μέρα. Το πόστο που της είχαν αναθέσει ήτανε στη πτέρυγα κείνων που βρίσκονταν σ’ ανάρρωση. Συντρέχοντας τους με τη πάπια, της ήταν αδύνατο ν’ αποφύγει να ‘ρθει ‘πρόσωπο με πρόσωπο‘ με τις μεγάλες νεανικές ψωλές και να μη νιώσει θαυμασμό για τα εξαίσια καφετιά τους αρχίδια. Τα φανταζότανε να πετρώνουν από τη κάβλα κι αντί για κάτουρο να εξακοντίζουνε σπέρμα. Η φαντασίωση αυτή ήτανε τόσο ζωηρή που την έσπρωχνε να τρέχει, να κλειδαμπαρώνεται στην ιματιοθήκη, να τραβά έξω ένα ψεύτικο, πλαστικό φαλλό που κρατούσε φυλαγμένο, -όπως όλες οι αξιοσέβαστες κυρίες της πόλης- μέσα σ’ ένα δερμάτινο κουτί σα κασετίνα για βιβλία. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. Όταν ένιωθε τα κύματα της απόλαυσης να ξεχύνονται ανάμεσα στα μπούτια της, έβαζε το μακρύ εργαλείο μες στο μουνί κι άρχιζε να γαμιέται μοναχή της, με τη σκέψη κάποιου από τους νεαρούς τραυματίες που κάπως της είχε γυαλίσει. Κατέληγεν έτσι να βρυχιέται από ηδονή και μέσα στον πόθο της, ένιωθε να τη παρασέρνει η εικόνα μιας μαλλιαρής κοιλιάς με μισάνοιχτα ακόμα ράμματα να δείχνουνε σα βέλη προς το μέρος ενός τερατώδους μέλους, που οι φουσκωμένες φλέβες του, στέλνανε παχύρρευστο σπέρμα, μ’ άρωμα θαλασσινής αρμύρας σε μια πρησμένη βάλανο, σκληρή σα κουκουνάρι κι απαλή σε βελούδο… Ύστερα ξανάβαζε τον ψεύτικο φαλλό στη κασετίνα, έβγαινε από την ιματιοθήκη λίγο ταραγμένη και παριστάνοντας την αδιάφορη, πήγαινε να κάνει τσίσα της.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο που μες απ’ όλον εκείνο τον ανθό της νιότη, δε διάλεξεν εραστή. Όμως κείνα τα χρόνια δεν ήταν η μοναδική γυναίκα που σήκωνε αυτό το σταυρό του μαρτυρίου, μήτε κι η μόνη που φοβότανε τη κακία και τη κακογλωσσιά μιας κοινωνίας που καταδίκαζε τις χήρες στον ψεύτικο φαλλό, μέχρι τουλάχιστον να εμφανιστεί κανά παχυλό -και γέρικο που να μην έχει ανάγκη κι ελπίδες με τις πιτσιρίκες- πορτοφόλι, που μετά τη δέουσα περίοδο πένθους για τα μάτια του κόσμου, θα προσέφερε τη δυνατότητα στη χήρα να συνενώσει τη μισοφαγωμένη της περιουσία με τη ‘μειωμένη απόδοση‘ του χήρου…
Έτσι κυλούσεν η ιστορία μέχρι τη μέρα που στο νοσοκομείο κατέφτασε ένας νέγρος λοχίας και θεωρήσανε σκόπιμο ν’ απομονώσουνε σε μονόκλινο δωμάτιο. Πράγματι οι προθυμότατες κατά τ’ άλλα, νοσοκόμες, αρνούνταν να τονε φροντίσουν, όχι τόσο γιατί ήταν ρατσίστριες, για όνομα του Θεού, αλλά γιατί κάπου είχανε διαβάσει πως οι νέγροι ήταν άγριοι και τρέφονταν μ’ ανθρώπινο κρέας. Θα ‘τανε πανευτυχείς και πολύ περήφανες να προσφέρουν ακόμα και το αίμα τους για τη Γαλλία, παρ’ όλη τη στροφή της προς τη δημοκρατία, αλλά να κάτσουν να τις κατασπαράξουνε ζωντανές έπεφτε πολύ ακόμα και σ’ αυτές. Έτσι έπεσε ο κλήρος στη Μαρί-Μαντλέν, την ηγουμένη του μοναστηριού που γειτόνευε με το νοσοκομείο, ν’ αναλάβει τον νέγρο κι εκείνη τονε συνέτρεξε με προθυμία που στο τέλος ψύλλιασε την Μαρούσια. Βάλθηκε να κατασκοπεύει την άγια κείνη γυναίκα. Τι άλλο να κάνει άλλωστε ένα τίμιο θηλυκό, μέσα σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, αν δε παραμονεύει κι αν δε κρυφοκοιτάζει ψωλές κάτω από τα σεντόνια;
Τα παραφυλάγματα αποδώσαν αμέσως τους καρπούς που ευχόταν η Μαρούσια. Έχοντας πλησιάσει αθόρυβα στη κλειδαρότρυπα της απομονωμένης κάμαρας, κατάφερε ν’ ανακαλύψει αμέσως, πως η ευσεβής γυναίκα συμβίβαζε τις ανάγκες του ταμπεραμέντου με κείνες της πίστης της. Απέφευγε να προσδώσει στις πράξεις της ακόμα και το παραμικρόν ίχνος της διανοητικής συμμετοχής που γεννά την αμαρτία, που ως γνωστόν, οφείλεται σε διαστροφή πιότερο του πνεύματος, παρά της σάρκας. Πλησίαζε λοιπόν στο κρεβάτι και χωρίς να βγάλει μιλιά, σήκωνε το ποδήρες ένδυμά της και σκέπαζε το κεφάλι για να κρύψει τη θέα αυτού που έμελλε να της συμβεί, όπως κάνουν οι στρουθοκάμηλοι, όταν ζυγώνει κίνδυνος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, πρόσφερε στο γεμάτο πόθο βλέμμα του νέγρου, ένα κώλο που βαστιότανε καλά και στα μάτια της Μαρούσια μια κοιλιά που ‘σβηνε μέσα σ’ ένα δασώδες σκούρο τρίχωμα. Εκείνη τη στιγμή, ο νέγρος πετούσε πάνωθέ του το σεντόνι και σηκωνότανε σιωπηλός και φελπεδένιος σαν αίλουρος. Το ματσούκι του, τεράστιο και μακρύ, είχε την όψη τερατόμορφου σπαραγγιού, ενός μαύρου κολασμένου σπαραγγιού. Το χούφτωνε με τα δυο του χέρια, σα να ‘ταν όπλο κι ύστερα έφτυνε στις παλάμες του για να σαλιώσει τη βάλανο. ‘Ανοιγεν έπειτα τα κωλομέρια της άγιας κείνης γυναίκας, μ’ ένα και μοναδικό τράνταγμα βύθιζε το φονικό του όπλο μες στο σφιγκτήρα της. Η Μαρί δε κατάφερνε να συγκρατήσει τη κραυγή πόνου, την ώρα που την υπέβαλλε σ’ αυτή τη δοκιμασία. Γρήγορα όμως άρχιζε να το υπομένει κι όσο ο νέγρος τη ξεκώλωνε με τα ρωμαλέα του τραντάγματα, κείνη παραμέριζε το φυλαχτό κι έχωνε το δάχτυλό της μες στο καταμουσκεμένο μουνί της, κουνώντας το όλο σπιρτάδα.
001
Σ’ αυτή τη στάση περίμενε στωικά τον άλλο να χύσει και κάθε τόσον επαναλάμβανε με φωνή που ‘βγαινε πνιχτή μες από τα ράσα της: “Ιησού Χριστέ… Ιησού Χριστέ...!” Όταν τελικά ένιωθε το ζεστό τίναγμα από το χύσι να πλημμυρίζει τα σπλάχνα της, φώναζε: “Ντουντού… Ντουντού…!” Πράγματι, αυτό ήτανε τ’ όνομα του Σενεγαλέζου. Τότε ξανασηκωνόταν, ταχτοποιούσε τα ρούχα της και σ’ ένδειξη ταπεινοφροσύνης και πλήρους μετάνοιας, έγλειφε κι εξάγνιζε τον βλάσφημο εκείνο πούτσο από τα χύσια και τα σκατά που βρίσκονταν σε τέλεια ώσμωση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη πλειονότητα των πράξεων του ταπεινού και χυδαίου τούτου κόσμου. Πασπατεμένο από τη ζωηρή γλώσσα της αδελφής, το μέλος ορθωνότανε και πάλι. Τότε ο Ντουντού ήθελε να τη γαμήσει με τον φυσικό κείνο τρόπο που ο όφις έδειξε στον Αδάμ και την Εύα, στο παράδεισο. Εκείνη όμως δεν εννοούσε να του εκχωρήσει το χαράκωμα που ‘χεν αφιερωμένο, όταν διάλεξε να βάλει το ράσο, στον Ιησού της. Κι ενώ μοχθούσε να του δώσει να καταλάβει τους ιερούς λόγους αυτής της άρνησης, έχοντας κατά νου να του γαληνέψει τις κάψες, τον έσπρωχνε ως την άκρη του κρεβατιού κι άρχιζε να του το χαϊδεύει.
Η Μαρούσια μπορούσε πίσω από τη κλειδαρότρυπα να θαυμάσει τις φλέβες που σιγά-σιγά φουσκώνανε τσιτώνοντας το σοκολατί μετάξι της επιδερμίδας του γλιστερού και τεράστιου κείνου ερπετού. Μερικές φορές όμως η Μαρί άθελα της, άγγιζε το φιλέτο με τη λαίμαργη γλώσσα της. Ύστερα όμως, θυμότανε πως η λαιμαργία είν’ αμάρτημα και πως ο εξομολογητής της απαγόρευε να βάλει στο στόμα της ακόμα και κριθοζάχαρο. Ξαναδίπλωνε λοιπόν τη γλώσσα της και την ξαναπέταγεν έξω μονάχα όταν εκείνος έφτανε στο τέλος. Το ‘κανε σα καλή νοικοκυρά κι οικονόμα, απο προνοητικότητα κι όχι από φιληδονία. Πράγματι, μιας κι η στέρνα που ‘χε μέσα του αυτός ο νέγρος δεν έλεγε ν’ αδειάσει ποτέ, φοβόταν μη τυχόν κι οι ριπές του σπέρματος καταλήγανε να γεμίσουνε λεκέδες τα σεντόνια που μ’ αυτά που στοίχιζε το πλυντήριο, έπρεπε να τ’ αλλάζουνε κάθε δυο βδομάδες.
Όταν ο Ντουντού κατάλαβεν επιτέλους πως η ευσεβής, έπραττε ως έπραττε μόνο και μόνο γι’ αυτοτιμωρία, πήρε την απόφαση να συμβάλλει στη σωτηρία της ψυχής της. Κι έτσι την ώρα που έχυνε, άρπαξε την άγια γυναίκα από τ’ αφτιά με τρόπο που να κρατά το παλούκι του καλοχωμένο μες στο λαρύγγι της ώσπου να κοπάσει κι η τελευταία ριπή. Σ’ αυτό το σημείο, με φωνή δυνατή, καθαρή και καλοζυγισμένη για ν’ ακούγετ’ επίσημη σαν ιερέα, της ανήγγειλε:
004
 -”Και τώρα, αγαπητή αδελφή, μιας και το πυρ της κόλασης που πυρπολεί τα σωθικά σου δεν έχει ακόμα σβήσει εντελώς, σκοπεύω να κατουρήσω μες στο στόμα σου!” Το ‘πε και το ‘κανε. Η Μαρί κατάπιε με μεγάλες γουλιές τα καφτά ούρα του και μόνο τότε της άφησε τ’ αφτιά. Ευχαριστημένη από την εκτέλεση της αποστολής της, βοήθησε τον αναρρωνύοντα να ξαναπλαγιάσει, του τίναξε το μαξιλάρι, τονε σκέπασε με τις κουβέρτες, του άδειασε και του ‘λυνε το ουροδοχείο, το αληθινό τούτη τη φορά.
Η Μαρούσια πατώντας στις μύτες των ποδιών, μόλις πρόλαβε ν’ αφήσει το πόστο της κι ερεθισμένη από το θέαμα έτρεξε στην ιματιοθήκη. Την ώρα που έχυνε, έχωσε κι εκείνη μια ψωλάρα -τι κι αν ήτανε ψεύτικη- στον κώλο, ενώ την ίδια στιγμή χαρχάλευε μανιασμένα και το κοκοράκι της. Ένιωσε να χάνεται μέσα σ’ ένα γεμάτο ηδυπάθεια τίποτε. Κι όσην ώρα τα λαστιχένια παπάρια τινάζανε μες στα σωθικά της πηχτό γάλα, κάτω από τα σφαλισμένα της βλέφαρα έβλεπε να ορθώνεται μες από το δάσος των τριχών, ένας τεράστιος μαύρος κορμός. Τώρα πια κείνη η πούτσα τη καταδίωκε παντού και πάντα. Την είχε κάνει να χάσει τον ύπνο της. Ύστερα μια μέρα των ημερών, ήτανε θέλημα Θεού μια οξύτατη ρευματική κρίση να κρατήσει τη Μαρί ακινητοποιημένη στο κρεβάτι και να την αναγκάσει, προσωρινά τουλάχιστον, να παραιτηθεί από τις σπονδές στο Σενεγαλέζο της. Η Μαρούσια δέχτηκε να …θυσιαστεί κείνη στη θέση της. Οι συναδέλφισσές της, γεμάτες ευγνωμοσύνη, δε διακρίνανε φυσικά ίχνος ύποπτων προθέσεων.
005
Πέρασε ολάκερη νύχτα ν’ αναρωτιέται πως θα μπορούσε ν’ αποσπάσει από τον Ντουντού τις ίδιες απολαύσεις που αποσπούσεν η ευσεβής καλόγρια. Κατά το χάραμα κατέληξε στο συμπέρασμα πως, όπως λέει κι ο λαός, αν δε βρέξεις κώλο δε πιάνεις ψάρια, μήτε κι ομελέτα γίνεται αν δε σπάσεις αβγά κι αποκοιμήθηκε καθησυχασμένη. Έτσι την άλλη μέρα μπήκε στο δωμάτιο του Ντουντού κι αφού γύρισε το κλειδί στη πόρτα, σήκωσε τα φουστάνια της και χάρισε στο βλέμμα του, τα εξαίσια κωλομέρια της, με τη τρυπούλα στη μέση να ‘ναι ήδη πασαλειμμένη με μυρωδική λιπαντική αλειφή, από το φόβο του τεράστιου μεγέθους του εργαλείου του. Δεν έμελλε να περιμένει πολύ. Σύντομα αισθάνθηκεν ένα τεράστιο ζεστόν όγκο να πιέζει πάνω στη πισινή σχισμή της και, λίγο χάρη στην αλειφή, λίγο χάρη στα νευρικά ανασηκώματα της λεκάνης της, ένιωσε να τη διαπερνά σα πυρωμένο δόρυ. Ύστερα ένα γερό χούφτωμα στη κοιλιά τη πίεσε και τη κόλλησεν ακόμα πιο πολύ στο αόρατο κι αγέρωχο κείνο καβλί, την ώρα που το άλλο χέρι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στις τρίχες της ψιψίνας της. άρχιζε να γλυκοπασπατεύει τα χείλη και το κουμπάκι της, για να χωθεί τελικά μέσα της, λες κι ήθελε, πίσω από τις λεπτοϋφασμένες εκείνες μεμβράνες να φτάσει ν’ αγγίξει την ατέλειωτη ψωλή που ορμούσε μες στα έντερά της σα κριάρι. Στην αγριεμένη επιδρομή του παλουκιού απαντούσε το παιγνίδισμα των δαχτύλων που μούσκευαν μέσα στη πάχνη της. Χύσανε μαζί και μάλιστα τόσον άγρια που καταρρεύσανε στο πάτωμα ουρλιάζοντας κι έμειναν εκεί, ασάλευτοι, για ώρα πολλή, βαριανασαίνοντας. Αυτή ν’ αφουγκράζεται το παραμικρό τρέμουλο του παραδείσιου κείνου πουλιού που κούρνιαζε στα βάθη της σάρκας της κι αυτός να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που το ‘χε μέσα στο θάλπος της φιλόξενης κι εύοσμης εκείνης φωλιάς. Καλοδεχούμενη σίγουρα η αλλαγή μετά τις επισκέψεις στη φωλιά της θεοσεβούμενης που δεν ήτανε δα κι υπόδειγμα υγιεινής.
006
Όταν ξανασηκωθήκαν ο Ντουντού πιστός σ’ όσα τον είχανε συνηθίσει, της πρότεινε τον πούτσο του να του τονε καθαρίσει πιπιλώντας τον. Η Μαρούσια δε πρόλαβε καν ν’ ακουμπήσει τη ροδαλή της γλωσσίτσα κι αυτός ξαναπέτρωσε, ξαναγινότανε τεράστιος. Δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Έπεσεν ανάσκελα και τράβηξε τον Ντουντού πάνω της. Εκείνος πάλι, δεν έβλεπε την ώρα. Της βύθισε το πυρωμένο του σουβλί μες στο μουνί κι όταν εκείνη σήκωσε τα πόδια και του τα τύλιξε σα μέγκενη γύρω στο λαιμό, αυτός χώθηκεν ολότελα μες στα έγκατα μιας σάρκας που τονε καταβρόχθιζε μ’ απύθμενη λαιμαργία. Ύστερα της ξέσκισε τη στολή και με τις φουσκωτές χειλάρες του βάλθηκε να ρουφάει το στήθος της που ‘χε πεταχτεί έξω κι όσην ώρα με το αριστερό του χέρι πασπάτευε τη βαθυκόκκινη φράουλα του άλλου βυζιού, με το δεξί που ‘χε γλιστρήσει κάτω από τα κωλομέρια της, άνοιγε το δρόμο στο ρωμαλέο πηγαινέλα του κριαριού του. Η καημένη η Μαρούσια, δεν είχε χύσει ποτέ της τόσο πλουσιοπάροχα. Της φαινότανε πως έλυωνε κι ότι γινόταν ένα με το εβένινο κείνο κορμί. Τα στήθια συντονίζονταν στην απόλαυση με τη κοιλιά, με το μουνί και με τον κώλο, σε μια συμφωνία χαρά που ‘μοιαζε να προαναγγέλλει την απάλειψη κάθε φυλετικής διαφοράς. Τη κρίσιμη στιγμή, ο Ντουντού τράβηξε τα χέρια του κάτω από τα κωλομέρια της, της βύθισε τρία δάχτυλα στον κώλο, τα στριφογύρισε σα τρυπάνι μέσα της και την ίδια στιγμή, της έχωσε στο στόμα μιαν άπληστη και χοντρή γλώσσα, τεράστια σχεδόν όσο και το πουλί του. Τότε η Μαρούσια, καρφωμένη από τρεις μεριές απ’ αυτούς τους φλογισμένους δαυλούς που τη ταρακουνούσανε σαν ανταριασμένη θάλασσα, ναυάγησε μες στην ηδονή της. Ο Ντουντού έβγαλε μουγκρητό μακρόσυρτο σα χρεμέτισμα που αντίλαλός του ήτανε το αναφιλητό μιας ικανοποιημένης καλογαμημένης λευκής γυναίκας. Έπειτα κοιταχτήκανε στα μάτια και χωρίσανε χωρίς να πούνε λέξη.
Αυτό ήταν απαρχή μιας βουβής ιστορίας που ξαναζωντάνευε ολόιδια κάθε μέρα. Πράγματι, ήτανε θέλημα Θεού να μείνει η Μαρί καθηλωμένη στο κρεβάτι από ρευματισμούς, διασώζοντας τουλάχιστον την υγεία της ψυχής της.
…   …   …
απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο Εκδόσεις Αφροδίτη, τίτλος πρωτοτύπου “Madame de V*** a des idees noires” σε μετάφραση Λέων Μαράς

Justice is served

Justice is served


01
By E.L.
 Μου είχες πει «Αυτό είναι άδικο. Έχεις πάει με όλους. Εγώ δεν αξίζω ένα γαμήσι;» και γέλασα με την καρδιά μου. Δεν είχες άδικο. Αλίμονο αν δεν υπάρχει φιλότιμο σε όσους μοιράζονται δημοκρατικά το κορμί τους με διάφορους αγνώστους.
Το βράδυ που ζήτησες να με συναντήσεις σε κείνο το μαγαζάκι, ήξερες ότι ήμουν πρόθυμη. Το έβλεπες από τον ξεδιάντροπο τρόπο που είχα ανοίξει τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι. Έτρεμες από ενθουσιασμό αν και ήξερες από πριν ότι το χέρι σου θα γλιστρούσε ανάμεσα στα πόδια μου. Ήταν παγωμένο όταν έφτασε πάνω από την καλτσοδέτα πάνω  στο γυμνό δέρμα των μηρών μου. Τα μάτια σου έκαιγαν.
«Φοβάμαι να σε αγγίξω στα χείλη του μουνιού σου…. φοβάμαι ότι θα θέλω να τα παραβιάσω εδώ και τώρα και δεν πρέπει». «Κάν’ το» σου είπα, με την αλαζονεία εκείνης που φτιάχνεται όταν βλέπει ένα όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Κι όμως συγκρατήθηκες. Χάιδευες το εσωτερικό των μηρών μου, νόμιζα από συστολή. Κι όμως, ενώ αποφάσισα να ξενερώσω και να αρχίσω να σου μιλάω για ηλίθιες ασχολίες, συνέχισες επίμονα. Τόσο που όταν έβγαζες το χέρι σου όταν ερχόταν η σερβιτόρα, θύμωνα.
Δεν με γάμησες εκείνο το βράδυ. Ούτε κανένα άλλο βράδυ. Φύγαμε και με τράβηξες στη γωνία, στο σκοτεινό στενό του πιο άθλιου κομματιού της πόλη. Με κόλλησες σε ένα τοίχο κι έβαλες τα χείλη σου στο λαιμό μου και το χέρι σου στο μουνί μου. Ρουφούσες το δέρμα μου και με τα δάχτυλά σου παραβίασες τον κόλπο μου μέχρι να τελειώσω στα χέρια σου.
Το μόνο που έκανες μετά, ήταν να βάλεις τα μουσκεμένα δάχτυλά σου στο στόμα μου. Κι ύστερα συνεχίσαμε τη βόλτα μας, μέχρι την εξώπορτα της πολυκατοικίας μου. «Justice is served» μου είπες, αντί για καληνύχτα.

Mια σύντομη διαδρομή στο όλα

Mια σύντομη διαδρομή στο όλα

028
By E.L
Παραμονή Χριστουγέννων. Με την χαρακτηριστική αδιαφορία των Αθηναίων για οτιδήποτε βρίσκεται δίπλα τους, μπήκα κι εγώ στο πίσω κάθισμα του ταξί, φορτωμένη τσάντες και σου είπα να με μεταφέρεις την κοντινή διαδρομή.
Φρέναρες απότομα σε μία στροφή και γλίστρησαν κάποιες από τις τσάντες μου στο κάθισμα. Αγχώθηκα και με ρώτησες αν είμαι καλά. Στο αυστηρό μου σχόλιο ότι δεν μπορώ να πω το ίδιο για τα ψώνια μου, γέλασες δυνατά, με αυτό το βαθύ γέλιο του χορτάτου άντρα. Τότε πρόσεξα τα μάτια σου μέσα απ’ τον καθρέφτη.
Οι ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξαμε διήρκεσαν το πολύ 5 λεπτά. Στο πρώτο φανάρι σταμάτησες και γύρισες προς τα πίσω να με κοιτάξεις. Αιχμαλωτίστηκα. Τα μάτια σου γελούσαν και το στόμα σου ήταν μισάνοιχτο γεμάτο υποσχέσεις. Αμέσως κοίταξες το ντεκολτέ μου.
Στο επόμενο φανάρι γύρισες, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες «με καυλώνεις» . Ένιωσα το μέσα των ποδιών μου να λιώνει και το ήξερες. Άνοιξα κι άλλο το φερμουάρ στο σακάκι μου κι άρχισα να χαϊδεύω το δέρμα ανάμεσα στα στήθη μου.
Στο επόμενο φανάρι γύρισες και πάλι μου έκανες νόημα να σε πλησιάσω και έβαλες το χέρι σου μέσα από την μπλούζα μου, χουφτώνοντας με θράσος το στήθος μου. Βόγκηξα από καύλα. Με φίλησες με τη γλώσσα σου να θέλω να είναι κάπου αλλού. «Με καυλώνεις».
Φτάνοντας κοντά στο σπίτι μου, ήμασταν και οι δύο φρενήρεις. «Πρέπει να κατέβω» σου είπα. «Θέλω να σε γαμήσω» μου απάντησες. Βρήκες να σταματήσεις σε ένα στενό πιο κάτω από εκείνο του σπιτιού μου. Μέρα μεσημέρι, η γλώσσα σου παραβίαζε τον ουρανίσκο μου και το χέρι σου γύμνωνε το στήθος μου μέσα από το μπουφάν. «Θέλω να σε γαμήσω». «Πρέπει να φύγω» σου είπα. Οι σκληρές μου ρώγες σου έλεγαν το αντίθετο.
Βγήκα από το ταξί με τις τσάντες στα χέρια αναστατωμένη. Ήρθα στο παράθυρο του οδηγού για να σε αποχαιρετήσω και κοίταξα με πείνα το φούσκωμα στο παντελόνι σου. Όταν την επόμενη μέρα ήρθες στο σπίτι μου, μεσημέρι πάλι και πηδηχτήκαμε, δεν ήταν το ίδιο. «Εκείνη τη στιγμή, θα έδινα τα πάντα να χύσω πάνω στα καυλωμένα βυζιά σου», μου είπες. Και ήξερα ότι είχες δίκιο.

Fassbinder Rainer Werner: Τα Πικρά Δάκρυα Της Πέτρα Φον Καντ

Fassbinder Rainer Werner: Τα Πικρά Δάκρυα Της Πέτρα Φον Καντ

phyllischristo_005_L
(απόσπασμα)

Πράξη 3η
(η Πέτρα μπαίνει στο δωμάτιο)
ΠΕΤΡΑ: Πού ήσουνα χτες βράδυ; (καμιά αντίδραση). Κάριν;
ΚΑΡΙΝ: Τί;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουνα χτες βράδυ.
ΚΑΡΙΝ: Χόρευα.
ΠΕΤΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί;
ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν;
ΠΕΤΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα.
ΚΑΡΙΝ: Ναι;
ΠΕΤΡΑ: Ναι. Με ποιόν χόρευες λοιπόν μαζί;
ΚΑΡΙΝ: Τί θες να πεις;
ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιόν χόρευες μαζί. Μπήκες;
ΚΑΡΙΝ: Μ’ έναν άντρα.
ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα;
ΚΑΡΙΝ: Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα.
ΠΕΤΡΑ: Έλα τώρα… (πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν-τόνικ). Θες και συ άλλο ένα;
ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα.
ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως!
ΚΑΡΙΝ: Αν δε γουστάρεις και τόσο μη το κάνεις.
ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δε θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να ‘σαι πιο ευγενική; Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ.
ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας;
ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι;
ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε.
ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος!
ΠΕΤΡΑ: Ναι;
phyllischristo_032_L
ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο δέρμα μου. Και… κάτι χείλια! Ξέρεις τώρα, οι νέγροι έχουνε χοντρά χείλια, καφτά. (η Πέτρα κρατά τη καρδιά της). Λιποθυμάς, αγαπημένη; (ξεσπά σε γέλιο ατέλειωτο). Και που ‘σαι, δε σου ‘πα το καλύτερο ακόμα.
ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι τόσο χυδαία.
ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Είχαμε αποφασίσει να λέμε πάντα αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέμματα.
ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέμματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέμματα.
ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν οκέι, δεν είναι αλήθεια!
ΠΕΤΡΑ: Ναι; (γεμάτη ελπίδα). Λες αλήθεια;
ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ’ έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι;
ΠΕΤΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε ο κόσμος! Όχι. Δε καταλαβαίνω, αλήθεια δε καταλαβαίνω. Γιατί… γιατί…
ΚΑΡΙΝ: Έλα, παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ’ αγαπώ… αλλά… (σηκώνει τους ώμους. η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα). Κοίτα, ήτανε φως-φανάρι απ’ την αρχή ότι εγώ κάποτε θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμαι γω. Και μετά αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ’ τη πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα που ‘λεγες πάντα για ελευθερίες και τέτοια; Εσύ δεν ήσουνα που ‘λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να καταπιέζουμε η μια την άλλη; Έλα παράτα τα κλάματα, μ’ ακούς;
ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονά τόσο… Σα να με τρύπησαν με μαχαίρι.
ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονά.
ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου να πονά. Η καρδιά μου να πονά. Πονώ, πονάς, πονά. Αυτή πονά. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μου να πονά.
ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, οκέι το ξέρουμε αυτό…
ΠΕΤΡΑ: Είσαι όμορφη! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου! Θεέ μου! (πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ;
ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου. (κοιτά η μια την άλλη και για μια στιγμή γελάν αυθόρμητα. σταματούν. σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα).
ΠΕΤΡΑ: Θα τον ξαναδείς;
ΚΑΡΙΝ: Ποιόν; Αυτόν τον άντρα;
ΠΕΤΡΑ: Ναι. Γιατί; Υπάρχουν κι άλλοι;
ΚΑΡΙΝ: Έλα Τώρα!
ΠΕΤΡΑ: Λοιπόν;
ΚΑΡΙΝ: Όχι, δε Θα τον ξαναδώ. Δε ξέρω ούτε τ’ όνομά του. Και μετά αυτός κάτι είπε για μετάθεση ή κάτι τέτοιο.
ΠΕΤΡΑ: Αλήθεια ήταν νέγρος;
ΚΑΡΙΝ: Ναι! Γιατί;
ΠΕΤΡΑ: Τίποτα, έτσι.
ΚΑΡΙΝ: Ξέρεις, ήταν σπουδαίος τύπος. Θα σου πήγαινε πολύ κι εσένα. Δεν ήταν μαύρος-μαύρος, μελαψός. Κι είχε μια φάτσα πολύ ξύπνια. Υπάρχουνε κάτι νέγροι που είναι τα μούτρα τους σαν τους Ευρωπαίους, ξέρεις.
ΠΕΤΡΑ: Ναι;
ΚΑΡΙΝ: Πως υπάρχουν! Αυτός τέτοιος ήταν. Και μου ‘πε κιόλας ωραία πραματάκια για την Αμερική και τα λοιπά.
ΠΕΤΡΑ: Κάριν, σε παρακαλώ! (αρχίζει πάλι να κλαίει)
ΚΑΡΙΝ: Εντάξει. Σταματώ. Νόμιζα πως μ’ αυτό είχαμε ξεκαθαρίσει κάπως.
ΠΕΤΡΑ: Δεν υπάρχει όμως λόγος να το διασκεδάζεις κι από πάνω. (ετοιμάζει ένα ποτό για τη Κάριν).
KΑΡΙΝ: Εσύ όμως το γλεντάς για τα καλά, να πούμε.
ΠΕΤΡΑ: Τί άλλο μου μένει να κάνω;
ΚΑΡΙΝ: Μη το παρατραβάς, γαμώτο, είσαι κανονικά υστέρω.
ΠΕΤΡΑ: Δεν είμαι υστερική. Δεν αντέχω άλλο. Αυτό είναι όλο.
ΚΑΡΙΝ: Αν δεν αντέχεις άλλο, πιες τ’ άντερά σου. Θα σου κάνει καλό.
ΠΕΤΡΑ: Εντάξει, εντάξει προπαντός μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας Αφού δεν αντέχω άλλο ας πιω τ’ άντερά μου, θα μου κάνει καλό.
ΚΑΡΙΝ: Αλλά πώς;
ΠΕΤΡΑ: Πίστεψέ με, Θα ‘θελα να ‘μαι ευτυχισμενη. Όλο αυτό μ’ αρρωσταίνει!
ΚΑΡΙΝ: Μα τί ‘ναι αυτό που σ’ αρρωσταίνει;
ΠΕΤΡΑ: Ξέχνα το.
ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί δε μου λες αυτό που σ’ αρρωσταίνει;
ΠΕΤΡΑ: Εσύ. Εσύ είσαι αυτό που μ’ αρρωσταίνει, επειδή ποτέ δε μπορώ να ξέρω γιατί είσαι δω μαζί μου. Για τα λεφτά, επειδή σου ανοίγω δρόμους, ή επειδή μ’ αγαπάς.
phyllischristo_015_L
ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί, φυσικά σ’ αγαπώ!
ΠΕΤΡΑ: ‘Αστα τώρα. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια τέτοιαν αβεβαιότητα.
ΚΑΡΙΝ: Αφού δεν με πιστεύεις, τότε…
ΠΕΤΡΑ: Δε σε πιστεύω! Τι πα να πει αυτό; Τί το θες αυτή την ώρα το πιστεύω; Δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς πιστεύω ότι μ’ αγαπάς. Γιατί όχι; Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τίποτα! Δε ξέρω απολύτως τίποτα! Κι αυτό είναι που μ’ αρρωσταίνει. Αυτό! (παίρνει μιαν εφημερίδα και την ανοίγει). Εδώ είμαστε, λοιπόν: “Η τελευταία κολεξιόν της Πέτρα φον Καντ, μια αξιόλογη συνεισφορά στο χώρο της μόδας κάνει όλο τον κόσμο ν’ ανυπομονεί πότε θα μπει ο χειμώνας“. Έχει και φωτογραφία σου!
ΚΑΡΙΝ: Έλα! Πού είναι;
ΠΕΤΡΑ: Ορίστε.
ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε; Έλα πες το μου!
ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία!
ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (αγκαλιάζει και τη φιλά). Σ’ αγαπώ έλα!
ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω. (φιλιούνται).

Cougars

Cougars

01
By E.L
Αναθεματισμένα υπόγεια parking. Στην επαρχιακή πόλη που ζούσα, υπήρχε ένα και μοναδικό εμπορικό κέντρο με ένα και μοναδικό υπόγειο πάρκινγκ με αριθμημένες θέσεις. Κι όμως, κάθε φορά, δεν θυμόμουν πού είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου.
Εκείνο το βράδυ που, τελειώνοντας τα ψώνια μου, πήγα να βρω το μικρό Mercedes που οδηγούσα, στάθηκα στην μέση ενός διαδρόμου προσπαθώντας να θυμηθώ τον αριθμό της θέσης. «Μμμμ νομίζω πως έχετε χαθεί» άκουσα μία βαθιά αντρική φωνή από πίσω μου. Γύρισα και μου κόπηκε η ανάσα. Πόσο τέλειο μπορεί να είναι ένα πρόσωπο; Και πόσο μικρό σε ηλικία… σκέφτηκα αμέσως μετά.
Έγινε ακόμα χειρότερο όταν σου εξηγούσα πως ψάχνω να βρω το αυτοκίνητό μου και με απίθανη χάρη πήρες τις τσάντες από τα χέρια μου λέγοντας πως… μπορούμε να ψάξουμε μαζί. Ήσουν μικρός, δεν ήξερα πόσο, αλλά ήσουν μικρός. Όταν βρήκαμε το αυτοκίνητο, έβρισα από μέσα μου. Εκείνο ειδικά το απόγευμα έπρεπε να μην το βρούμε τόσο γρήγορα. Ανοίγοντας την πόρτα για να βάλεις τις τσάντες με τα ψώνια στο πίσω κάθισμα, έγειρες το πανύψηλο κορμί σου πάνω στο αυτοκίνητο και το πρότεινες: «μπορούμε να χαθούμε ξανά; Σύντομα, γιατί δεν θα μείνω πολλές μέρες στην πόλη;»
02
Σου είπα πως έπρεπε να σου ανταποδώσω τη χάρη οπότε κανονίσαμε να βρεθούμε αργότερα το βράδυ για ένα ποτό. Θα ερχόμουν να σε πάρω από το ξενοδοχείο σου για να επισκεφτούμε το ένα και μοναδικό μπαράκι που θα μπορούσε να μας στεγάσει χωρίς να το μετανιώσουν τα αυτιά μας.
Ήσουν το κλασικό κωλόπαιδο που ετοιμαζόταν να αναλάβει την οικογενειακή δουλειά και δεν θα έμπαινες στον κόπο να ανακαλύψεις την πραγματική ζωή. Στο πρώτο ποτό απέφυγες να μου απαντήσεις πόσο είσαι. Στο δεύτερο σε ρώτησα αν σου επιτρέπει ο κηδεμόνας σου να πίνεις. Στο τρίτο ποτό πέρασες το χέρι σου στη μέση μου, με κόλλησες πάνω σου και μου εξομολογήθηκες πως «ο κόσμος έχει αρχίσει να γίνεται “σκληρός” για σένα». Το κατάλαβα αμέσως στο στομάχι…
Στο τέταρτο ποτό η φωνή μου είχε γίνει βραχνή και οι Massive Attack στα ηχεία του μπαρ δεν βοηθούσαν καθόλου. Το δάχτυλό σου κατέβαινε στο βαθύ ντεκολτέ μου απολαυστικά αργά. Στο αυτοκίνητο το χέρι σου άνοιξε ακόμα περισσότερο το σκίσιμο στο φόρεμά μου και χάιδευες την ζαρτιέρα μου. Όταν φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο σου, το φιλί σου ήταν ακριβώς όπως το περίμενα: Θρασύ, βαθύ και καυλωμένο.
Δεν θυμάμαι τη διακόσμηση στο δωμάτιό σου. Θυμάμαι μόνο το απίστευτα σφιχτό κορμί σου και τα στιβαρά σου χέρια από το kick-boxing να γραπώνουν την σάρκα μου λαίμαργα. Επίσης δεν θυμάμαι πόσες φορές φώναξα το όνομά σου τελειώνοντας. Ή πόσες φορές τελείωσα. Ή πόσες φορές αναρωτήθηκα αν είναι δυνατόν το μέγεθός σου να συνδυάζεται με την τόσο συγκλονιστική κίνηση των γλουτών σου.
03
Θυμάμαι όμως, ξημερώνοντας, όσο άγγιζα αυτό το στέρνο που θα θυμάμαι πάντα, να λες ότι το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου θα είναι το πρώτο πράγμα που θα επισκεφτείς ξανά, όταν θα γυρίσεις σ’ εκείνη την πόλη, μετά τον στρατό. Ήσουν μόλις 21…

Highsmith Patricia Κινητό αξεσουάρ κρεβατιού

Highsmith Patricia Κινητό αξεσουάρ κρεβατιού

02
Υπάρχουν πολλά κορίτσια σαν τη Μίλντρεντ, χωρίς σπίτι, όχι όμως και δίχως στέγη -συνήθως το ταβάνι ενός δωματίου σε κάποιο ξενοδοχείο, άλλες φορές εκείνη της γκαρσονιέρας ενός εργένη, μιας καμπίνας σε γιωτ αν είναι τυχερές, μιας σκηνής, ενός τροχόσπιτου. Τέτοια κορίτσια είναι αξεσουάρ κρεβατιού, κάτι που έχει κανείς όπως μια θερμοφόρα, ένα ταξιδιωτικό σίδερο ρούχων, μια ηλεκτρική βούρτσα για το γυάλισμα των παπουτσιών, μια οποιαδήποτε μικροπολυτέλεια. Αποτελεί πλεονέκτημα γι’ αυτές αν τυχόν ξέρουν κάπως να μαγειρεύουν, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι υποχρεωμένες να μιλούν -σε οποιαδήποτε γλώσσα. Επίσης είναι ανταλλάξιμες μεταξύ τους, όπως το ελεύθερο συνάλλαγμα ή τα διεθνή ταχυδρομικά κουπόνια. Η αξία τους μπορεί ν’ ανεβαίνει ή να κατεβαίνει, ανάλογα με την ηλικία τους και τον εκάστοτε άντρα που τις έχει στη κατοχή του.
Η Μίλντρεντ έβρισκε τη ζωή αυτή όχι κι άσχημη και αν τη ρωτούσε κάποιος θα ‘λεγε με σοβαρότητα: -”Είναι ενδιαφέρουσα“. Η Μίλντρεντ ποτέ δε γελούσε και χαμογελούσε μόνον όταν θεωρούσε πως έπρεπε να φανεί ευγενική. Ήταν αρκετά ψηλή, προς το ξανθό, μάλλον αδύνατη, μ’ ένα ευχάριστο ανέκφραστο πρόσωπο και μεγάλα γαλανά μάτια που τα ‘χε ορθάνοιχτα. Περισσότερο γλιστρούσε παρά περπατούσε, με τους ώμους καμπουριασμένους, τους γοφούς ελαφρά προτεταμένους -έτσι όπως περπατούσαν τα καλύτερα μοντέλα, είχε κάπου διαβάσει. Αυτό της έδινε έναν αέρα ηρεμίας κι ικανοποίησης. Σα να περπατούσε έχοντας μόλις αναρρώσει, έμοιαζε λες κι υπνοβατούσε. Ήταν λίγο πιο ζωηρή στο κρεβάτι και το γεγονός αυτό ταξίδευε από στόμα σε στόμα, ή, ανάμεσα σ’ άντρες που δε μιλούσανε την ίδια γλώσσα, με γνεψίματα και γελάκια. Η Μίλντρεντ ήξερε τη δουλειά της και πρέπει να της αναγνωρίσουμε πως την έκανε μ’ επιμέλεια.
Παρέμεινε παραδέρνοντας στο σχολείο μέχρι τα δεκατέσσερα, όταν όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των γονιών της, το θεώρησαν άσκοπο να συνεχίσει. “Θα παντρευόταν νωρίς!“, λέγαν οι γονείς της. Αντ’ αυτού, η Μίλντρεντ το ‘σκασε από το σπίτι ή μάλλον τη πήρε απ’ αυτό ένας πωλητής αυτοκινήτων, όταν είχε μόλις μπει στα δεκαπέντε. Με τη καθοδήγηση του πωλητή, έγραφε καθησυχαστικά γράμματα σπίτι της, λέγοντας πως είχε βρει δουλειά σε μια κοντινή πόλη κι έμενε σ’ ένα διαμέρισμα με δυο άλλες κοπέλες. Στα δεκαοκτώ της, η Μίλντρεντ είχε πάει στο Κάπρι, τη Πόλη του Μέξικο, το Παρίσι, ακόμα και στην Ιαπωνία, στη Βραζιλία κάμποσες φορές, όπου συνήθως τη παρατούσαν οι άντρες, μια που συχνά τρέχανε να ξεφύγουν από κάτι.
03
Είχε υπάρξει δεύτερο βραβείο, όπως ήρθαν τα πράγματα τελικά, για έναν υποψήφιο Πρόεδρο της Αμερικής την ημέρα της εκλογής του. Την είχαν δανείσει για δυο μέρες σ’ ένα σεΐχη στο Λονδίνο, που την αντάμειψε με μια μάλλον διαστροφική χρυσή κούπα, που τελικά έχασε -όχι ότι της άρεσε η κούπα, αλλά θα πρέπει ν’ άξιζε μια περιουσία και συχνά λυπότανε για την απώλειά της. Αν ποτέ ήθελε ν’ αλλάξει άντρα, το μόνο που ‘χε να κάνει ήταν να επισκεφτεί μόνη της κάποιο ακριβό μπαρ στο Ρίο ή οπουδήποτε και να βρει έναν άλλον άντρα που ‘τανε διατεθειμένος να τη προσθέσει στον λογαριασμό των εξόδων του και πίσω θα βρισκότανε πάλι στην Αμερική ή τη Γερμανία ή τη Σουηδία.
Κάποτε την ξέχασαν σ’ ένα τραπέζι εστιατορίου, έτσι όπως μπορεί να εγκαταλειφθεί ένας αναπτήρας. Η Μίλντρεντ το πρόσεξε, αλλά ο Χερμπ όχι για τριάντα περίπου λεπτά που ήταν ελαφρώς ανησυχητικά για τη Μίλντρεντ, παρόλο που η Μίλντρεντ ποτέ δε ταραζότανε πραγματικά για οτιδήποτε. Πάντως στράφηκε προς τον άντρα που καθόταν δίπλα της -επρόκειτο για επαγγελματικό γεύμα, τέσσερις άντρες, τέσσερα κορίτσια- κι είπε:
-”Νόμιζα πως ο Χερμπ πήγε για λίγο στην τουαλέτα-”
-”Τι;” Ο γεμάτος άντρας δίπλα της ήταν Αμερικανός. “Α. Θα επιστρέψει. Είχαμε κάποια δυσάρεστα ζητήματα να συζητήσουμε σήμερα, ξέρεις. Ο Χερμπ είναι αναστατωμένος.” Ο Αμερικανός χαμογέλασε με κατανόηση. Είχε τη φιλενάδα του πλάι, μια που είχε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ. Τα κορίτσια δεν είχαν ανοίξει το στόμα τους παρά μόνο για να φάνε.
Ο Χερμπ επέστρεψε και πήρε τη Μίλντρεντ και γυρίσανε πίσω στο ξενοδοχείο τους, ο Χερμπ μες στη πιο βαριά κατάθλιψη, επειδή δεν τα ‘χε πάει καλά στην επαγγελματική συμφωνία. Τ’ αγκαλιάσματα της Μίλντρεντ εκείνο το απόγευμα δεν στάθηκαν ικανά ν’ ανεβάσουνε τα κέφια του Χερμπ ή το Εγώ του κι εκείνο το απόγευμα η Μίλντρεντ ανταλλάχτηκε. Ο καινούριος της κηδεμόνας ήταν ο Στάνλεϋ, γύρω στα 35, κοντόχοντρος, όπως κι ο Χερμπ. Η ανταλλαγή έγινε την ώρα των κοκτέιλ, καθώς η Μίλντρεντ ρουφούσε το συνηθισμένο της Αλεξάντερ μ’ ένα καλαμάκι. Ο Χερμπ πήρε το κορίτσι του Στάνλεϋ, μια χαζή ξανθιά με μαλλιά περμανάντ. Και δεν ήτανε πράγματι ξανθιά, αν και το βάψιμο ήτανε πετυχημένο, παρατήρησε η Μίλντρεντ, καθώς το μέικαπ και τα μαλλιά, ήταν πράματα στα οποία η Μίλντρεντ ήταν ειδική. Η Μίλντρεντ επέστρεψε για λίγο στο ξενοδοχείο για να φτιάξει τη βαλίτσα της, μετά πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα και το βράδυ με τον Στάνλεϋ. Της μίλαγε ελάχιστα, αλλά χαμογελούσε πολύ κι έκανε πολλά τηλεφωνήματα. Αυτά έγιναν στο Ντε Μόιν. Με τον Στάνλεϋ, η Μίλντρεντ πήγε στο Σικάγο, όπου ο Στάνλεϋ διατηρούσε μια γκαρσονιέρα, συν μια σύζυγο κάπου, όπως είπε.
01
Η Μίλντρεντ δεν ανησυχούσε για τη σύζυγο. Μόνο μια φορά στη ζωή της είχε χρειαστεί να αντιμετωπίσει μια δύσκολη σύζυγο που μπούκαρε σ’ ένα διαμέρισμα. Η Μίλντρεντ της έβγαλε σουγιά κι η σύζυγος το ‘βαλε στα πόδια. Συνήθως η σύζυγος το μόνο που ‘κανε ήταν να δείχνει εμβρόντητη, μετά έκανε κάποιες σαρκαστικές παρατηρήσεις κι έφευγε, προφανώς σκοπεύοντας να πάρει εκδίκηση από τον άντρα της. Ο Στάνλεϋ έλειπε όλη μέρα και δεν της έδινε πολλά χρήματα, πράμα πολύ ενοχλητικό. Η Μίλντρεντ δεν είχε σκοπό να μείνει πολύ με τον Στάνλεϋ, αν περνούσε από το χέρι της. Είχε ανοίξει ένα τραπεζικό λογαριασμό σε μια τράπεζα κάπου, κάποια στιγμή, αλλά είχε χάσει το βιβλιάριο και ξέχασε το όνομα της πόλης που βρισκόταν η τράπεζα.
Πριν όμως η Μίλντρεντ μπορέσει να κάνει την έξυπνη κίνηση και να φύγει από τον Στάνλεϋ, βρήκε πως την είχανε και πάλι δώσει. Αυτό ήταν ένα σοκ. Ένας οικονομολόγος θα ‘βγαζε κάποιο συμπέρασμα σχετικά μ’ ένα νόμισμα που το χαρίζουνε και το ίδιο έκανε κι η Μίλντρεντ. Συνειδητοποίησε πως ο Στάνλεϋ βγήκε ελαφρώς κερδισμένος στη συμφωνία που είχε κάνει μ’ έναν άντρα που τονε λέγανε Λούις, στον οποίο έδωσε τη Μίλντρεντ. Κι ήταν μόνο είκοσι τριών χρονών.
Αλλά η Μίλντρεντ ήξερε πως αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη ηλικία κι ότι καλά θα ‘κανε να ‘παιζε προσεκτικά τα χαρτιά της από ‘δω και στο εξής. Τα δεκαοκτώ ήταν το απόγειο και τα είχε περάσει εδώ και πέντε χρόνια και τι είχε για να καυχιέται; Ένα διαμαντένιο μπρασελέ που οι άντρες κοιτούσαν μ’ απληστία και που είχε δυο φορές χρειαστεί να πάρει πίσω από το ενεχυροδανειστήριο με τη βοήθεια κάποιου καινούριου μαλάκα. Μια γούνα μινκ, το ίδιο. Μια βαλίτσα με μερικά καλά φορέματα. Τι ήθελε; Ήθελε να συνεχίσει την ίδια ζωή αλλά με μιαν αίσθηση μεγαλύτερης ασφάλειας. Τι θα ‘κανε αν βρισκότανε στ’ αλήθεια με τη πλάτη στον τοίχο; Αν, διωγμένη ίσως, ούτε καν ανταλλαγμένη, ήταν αναγκασμένη να πάει σε κάποιο μπαρ κι ακόμα και τότε ανίκανη να βρει κάτι παραπάνω από το πήδημα μιας βραδιάς; Ε λοιπόν, είχε μερικές διευθύνσεις κάποιων παλιών φίλων της και μπορούσε πάντα να τους γράψει και ν’ απειλήσει ότι θα γράψει τη βιογραφία της και θα τους έχει μέσα, την οποία θα τη πλήρωνε ένας εκδότης να γράψει. Μα η Μίλντρεντ είχε μιλήσει με κορίτσια είκοσι πέντε χρονών ή και μεγαλύτερες, που είχαν απειλήσει να γράψουνε βιογραφία, αν δεν τις εξασφάλιζαν εφ’ όρου ζωής κι είχε ακούσει μονάχα για μια που το ‘χε κατορθώσει. Τις πιο πολλές φορές, έλεγαν τα κορίτσια, εισέπρατταν γέλια, ή ένα “Εμπρός, λοιπόν, γράψ’τη” αντί για λεφτά.
04
Έτσι η Μίλντρεντ έκανε το κορόιδο για μερικές μέρες με τον χοντρό Λούις. Είχε μιαν όμορφη ραβδωτή γάτα, που η Μίλντρεντ συμπάθησε, αλλά το πιο βαρετό ήτανε πως το διαμέρισμά του ήτανε γκαρσονιέρα με κουζινάκι και ζοφερό. Ο Λούις ήτανε καλόβολος αλλά σφιχτοχέρης. Επίσης ήτανε προσβλητικό για τη Μίλντρεντ να βγαίνει κρυφά έξω από το σπίτι, όταν εκείνη κι ο Λούις πηγαίνανε για φαγητό (όχι συχνά, επειδή ο Λούις είχε την απαίτηση να μαγειρεύει και να κάνει και λίγο καθάρισμα επίσης) κι όταν ο Λούις έφερνε κόσμο για να μιλήσει για δουλειές, να της ζητεί να κρυφτεί στο κουζινάκι και να μη βγάλει άχνα. Ο Λούις πουλούσε πιάνα χοντρική. Η Μίλντρεντ έκανε πρόβες στο λόγο που επρόκειτο να βγάλει σύντομα: “Ελπίζω να καταλαβαίνεις πως δεν έχεις κανενός είδους δικαίωμα πάνω μου, Λούις. Είμαι ένα κορίτσι που δεν έχει μάθει να δουλεύει, ούτε καν στο κρεβάτι…”
Αλλά πριν της δοθεί η ευκαιρία να εκφωνήσει τον λόγο της, που στην ουσία θα ‘τανε κυρίως αίτημα για περισσότερα χρήματα, γιατί γνώριζε πως ο Λούις είχε μπόλικα κρυμμένα κάπου, δόθηκε σ’ ένα νεαρό πωλητή κάποιο βράδυ. Ο Λούις απλά είπε, αφού τελείωσαν όλοι το δείπνο τους σε ένα καφέ παραπλεύρως του δρόμου:
-”Ντέηβ, γιατί δε παίρνεις τη Μίλντρεντ σπίτι σου για έναν υπνάκο; Εγώ πρέπει να πάω νωρίς στο κρεβάτι.” Μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Ο Ντέηβ έλαμπε από χαρά. Ήταν συμπαθητικός, αλλά ζούσε σ’ ένα τροχόσπιτο, για όνομα του Θεού! Η Μίλντρεντ δεν είχε καμία πρόθεση να γίνει τσιγγάνα, να κάνει μπάνιο με σφουγγάρι κάτω από το ντους και να ‘ναι αναγκασμένη να υπομένει τις φορητές τουαλέτες. Αυτή ήτανε μαθημένη σε λαμπρά ξενοδοχεία με υπηρεσία δωματίου μέρα και νύχτα. Ο Ντέηβ μπορεί να ‘ταν νέος και γεμάτος πόθο, αλλά η Μίλντρεντ δεκάρα δεν έδινε γι’ αυτά. Οι άντρες έλεγαν πως οι γυναίκες είναι όλες ίδιες, αλλά κατά τη γνώμη της ήταν ακόμα πιο αληθινό πως οι άντρες ήταν όλοι ίδιοι. Το μόνο που ήθελαν ήταν το Ένα Πράμα. Τουλάχιστον οι γυναίκες ήθελαν γούνινα παλτά, καλά αρώματα, διακοπές στις Μπαχάμες, μια κρουαζιέρα κάπου, κοσμήματα -εδώ που τα λέμε δεν ήθελαν και λίγα.
Ένα βράδυ που ήταν με τον Ντέηβ σ’ έν’ επαγγελματικό δείπνο (ήταν διανομέας πιάνων και παραγγελιοδόχος, αν κι η Μίλντρεντ δεν είχε δει ούτε ένα πιάνο πουθενά στο τροχόσπιτο), η Μίλντρεντ έκανε τη γνωριμία ενός κυρίου Ζαπ, που λεγόταν Σαμ, ο οποίος είχε καλέσει τον Ντέηβ να δειπνήσουν σ’ ένα ακριβό εστιατόριο.
Ενθαρρυμένη από τρία Αλεξάντερ, η Μίλντρεντ φλέρταρε ασύστολα με τον Σαμ, που δε παρέμεινε απαθής κάτω από το τραπέζι κι η Μίλντρεντ απλά ανήγγειλε πως θα πήγαινε σπίτι με τον Σαμ. Το στόμα του Ντέηβ κρέμασε κι άρχισε να κάνει φασαρία, αλλά ο Σαμ -μεγαλύτερος και με περισσότερη αυτοπεποίθηση- άφησε διπλωματικά να εννοηθεί πως θα ‘κανε σκηνή αν γινόταν καυγάς, έτσι ο Ντέηβ έκανε πίσω.
Αυτό ήταν μεγάλη βελτίωση. Ο Σαμ και η Μίλντρεντ πέταξαν αμέσως για το Παρίσι, μετά για το Αμβούργο. Η Μίλντρεντ αγόρασε καινούρια ρούχα. Τα δωμάτια των ξενοδοχείων ήτανε σπουδαία. Η Μίλντρεντ δεν είχε ιδέα που μπορεί να βρίσκονταν από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτός μάλιστα, ήταν ένας άντρας του οποίου η βιογραφία θ’ άξιζε κάτι, αν μπορούσε μόνο να ανακαλύψει τι ακριβώς έκανε. Αλλά όταν μιλούσε στο τηλέφωνο, ήταν είτε σε κώδικα ή στα Εβραϊκά, τα Ρωσσικά ή τα Αραβικά. Η Μίλντρεντ ποτέ στη ζωή της δεν είχε ακούσει τόσο εκπληκτικά παράξενες γλώσσες και δε στάθηκε δυνατό ν’ ανακαλύψει τι ακριβώς πουλούσε. Οι άνθρωποι έπρεπε κάτι να πουλάνε, δεν είν’ έτσι; Ή να αγοράζουν κάτι κι αν αγόραζαν κάτι, θα ‘πρεπε να υπάρχει μια πηγή χρημάτων, σωστά; ‘Αρα, ποια ήταν αυτή η πηγή; Κάτι έλεγε στη Μίλντρεντ πως σύντομα θα ‘ρχόταν η ώρα να σταματήσει να δουλεύει. Ο Σαμ Ζαπ έμοιαζε σταλμένος από τη Θεία Πρόνοια. Είχε αρχίσει να τον επεξεργάζεται, προσπαθώντας να είναι διακριτική.
-”Δεν θα με πείραζε να ηρεμήσω και ν’ αλλάξω ζωή“, είπε.
-”Δεν είμαι απ’ αυτούς που παντρεύονται,” απάντησε με χαμόγελο κείνος.
05
Δεν εννοούσε αυτό. Εννοούσε ένα χρηματικό απόθεμα και μετά ήταν ελεύθερος να της πει “‘Αντε γεια“, αν ήθελε. Δεν θα χρειάζονταν όμως κάμποσα χρηματικά αποθέματα για να κάνουν ένα κομπόδεμα; Θα ‘πρεπε να περάσει πάλι τα ίδια με μελλοντικούς Σαμ Ζαπ; Το μυαλό της Μίλντρεντ αγκομαχούσε στη προσπάθεια να δει τόσο μακριά στο μέλλον, αλλά δε φαινόταν να υπάρχει αμφιβολία πως θα εκμεταλλευότανε τον κύριο Ζαπ, τουλάχιστον για όσο τον είχε. Οι ιδέες αυτές ή τα σχέδια, εύθραυστα σαν τους τρύπιους ιστούς αράχνης, σαρώθηκαν από τα γεγονότα των ημερών που ακολούθησαν τη παραπάνω συζήτηση.
Ο Σαμ Ζαπ ξαφνικά μετατράπηκε σε φυγάδα. Για μερικές μέρες έπρεπε να παίρνουν αεροπλάνα με τις θέσεις τους χωριστά, επειδή υποτίθεται πως αυτός κι η Μίλντρεντ δε ταξιδεύανε μαζί. Μια φορά τους κυνηγούσαν οι σειρήνες ενός περιπολικού, καθώς ο οδηγός του Σαμ γκάζωνε σ’ ένα δρόμο των ‘Αλπεων, με προορισμό τη Γενεύη. Η Μίλντρεντ βρισκόταν στο στοιχείο της, φροντίζοντας τον Σαμ με μαντήλια υγρά από λίγη κολώνια, εμφανίζοντας ένα σάντουϊτς με ζαμπόν από τη τσάντα της σε περίπτωση που πεινούσε ή μια μποτίλια μπράντυ όταν αισθανόταν τη καρδιά του να σκιρτά. Η Μίλντρεντ φανταζόταν πως ήταν μια ηρωίδα σαν εκείνες που είχε δει στις ταινίες -καλές ταινίες- που λέγανε γι’ άντρες και τις φιλενάδες τους, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη τόσον άδικα υπέρτερη σε οπλισμό αστυνομία.
Οι γεμάτες αίγλη ονειροπολήσεις της δε κρατήσανε πολύ. Πρέπει να ‘τανε στην Ολλανδία -η Μίλντρεντ συνήθως δεν είχε ιδέα που βρισκόταν – όταν η λιμουζίνα ξαφνικά σταμάτησε μ’ ένα στρίγκλισμα των φρένων, ακριβώς όπως γίνεται στα έργα κι η Μίλντρεντ κουβαριάστηκε σα μούμια από τον Σαμ μαζί με τον σωφέρ, με βαρύ, άκαμπτο μουσαμά, με σχοινιά γύρω-γύρω. Πετάχτηκε σ’ ένα κανάλι και πνίγηκε.
Κανείς δε ξανάκουσε ποτέ για τη Μίλντρεντ. Κανείς ποτέ δε τη βρήκε. Αν την βρίσκανε, δεν θα υπήρχε κάποιος πρόχειρος τρόπος αναγνώρισης, καθώς ο Σαμ είχε το διαβατήριό της κι η τσάντα της ήτανε στο αυτοκίνητο. Πετάχτηκε στα σκουπίδια, έτσι όπως θα μπορούσε κανείς να πετάξει έναν αναπτήρα Μπικ όταν τελειώσει, ένα βιβλίο τσέπης που ‘χει διαβαστεί κι έχει γίνει περιττή αποσκευή. Κανείς δε πήρε ποτέ στα σοβαρά την απουσία της Μίλντρεντ. Οι καμιά εικοσαριά άνθρωποι που τη ξέρανε και τη θυμόντουσαν κι οι ίδιοι σκορπισμένοι ανά την υφήλιο, απλά νομίζανε πως ζούσε σε κάποιαν άλλη χώρα ή πόλη. Μια μέρα, φαντάζονταν, θα εμφανιζότανε ξανά σε κάποιο μπαρ, σε κάποιαν αίθουσα υποδοχής ενός ξενοδοχείου.
Σύντομα τη ξέχασαν.

μετάφραση Χαρούλα Μαθιουδάκη