Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Σαν πάγος, κοφτερό




Έτσι. Ξεκίνησε έτσι. Στην πραγματικότητα αυτό σε ξύπνησε και όχι το φως ή το ξυπνητήρι δίπλα στο αυτί σου μήπως και παρακοιμηθείς. Αυτό. Αυτές δηλαδή. Εκεί ήρθαν και σε κατοίκησαν. Σαν μοιρολογίστρες παρατάχτηκαν στα κυκλικά ερείπια του νου σου. "Πες μας" σου φώναξαν. Πες μας. Κι εσύ άκουσες "πιες μας". Μα σας πίνω, επεχείρησες να αντισταθείς. Σας πίνω. Κάθε μέρα σας κοινωνώ διαβάζοντας. Όχι όχι , και κουνάνε το κεφάλι πέρα δώθε χαμογελώντας, πες μας, πες μας, μίλα για μας, κατοικούμε στο κεφάλι σου και δεν έχει άλλο, δεν θα απαλλαγείς από μας αν δεν μας πεις. Και σε κοίταξαν μια μια με το αδυσώπητό τους βλέμμα, το βλέμμα εκείνο που τρυπάει, οι Λέξεις, σε κοίταξαν βαθιά και έτσι ξύπνησες. Με αυτό το βάρος. Από τις κατοικημένες λέξεις, από τις κατοικημένες έννοιες.
Άντε μετά να ξανάρθει ο ύπνος.
Οι ερινύες μου είναι κει, μαύρες μοιρολογίστρες. Με κατοικούν αλλά δεν ξέρω να τις αποδώσω. Να τους δώσω διέξοδο. Δεν ξέρω τίποτε, δεν ξέρω να γράφω ,είμαι αναλφάβητος.
Κι έπειτα είναι αυτό το κρύο που έρχεται από κάτω και σιγά σιγά ανεβαίνει. Και η βροχή, τσακ τσακ ασταμάτητα λες και το γκρίζο δεν στερεύει. Το κρύο που έρχεται σαν παγωμένος θάνατος στερεοποιημένος, προσωποποιημένος σε ένα χειμώνα απουσίας χρωμάτων. Τσακ τσακ λες και κάποιος σε στραγγίζει από ζωή για να την κάνει δάκρυα. Όχι, μην το πας σε γελοίους λυρισμούς, τούτο εδώ δεν έχει σχέση με λυρισμούς μα με εφιάλτες. Βρέχει βρέχει λες και δεν θα σταματήσει ποτέ. Ένα νεφελώδες παραπέτασμα σου κρύβει την ζωή. Λες και το κεντάνε αυτές, εκεί στα κυκλικά ερείπια.
Καλωσόρισες στον εφιάλτη σου, χειμώνιασε. Κι αυτόν τον ταφικό χώρο πώς να τον αντέξεις. Ούτε να μιλήσεις για αυτόν δεν θέλεις, γυρνάς το πρόσωπο. Τσαλακωμένο από εκφράσεις πρόσωπο. Κι από τον φόβο του κρύου που σου σκαρφαλώνει την ψυχή.
Γυρνάς από την άλλη, άλλη μια απόπειρα. Γελούν που παλεύεις να τις ξεχάσεις.
"πες μας" σου λένε σχεδόν τραγουδιστά. Γουργουρίζει το φωνήεν, το φονικό φωνήεν έψιλον. Κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα και τους ουρλιάζεις όχι , σας αρνιέμαι.
Απεταξάμην το έψιλον, βγάλτε το από μέσα μου αρκετά με κάρφωσε.
Κι έρχεται το κρύο σιγά σιγά από τα πόδια. Παγωμένο σα χέρι θανάτου. Ανεβαίνει. Όταν θα φτάσει στο μυαλό θα έχεις τελειώσει. Το συνειδητοποιείς, θα έχεις τελειώσει.
Τα κυκλικά ερείπια του Μπόρχες σε κυκλώνουν. Δεν είσαι το όνειρο μιας πεταλούδας, δεν είσαι καν το όνειρο ενός άλλου ανθρώπου. Είσαι το όνειρο του εαυτού σου που ήθελε να ζήσει.
Ξυπνάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου